Κάθε χρόνο τέτοιες άγιες ημέρες, όταν τα πόδια αδυνατούν να σε γυρίσουν πίσω, ταξιδευτής και πεισματάρης ο νους, μπαίνει εκείνος νοσταλγός καλαντάρης στο κατώφλι του πατρικού σπιτιού και νιώθεις πως και ο αέρας σού φέρνει τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, του παππού και της γιαγιάς τις τρυφερές κουβέντες, δίπλα στην άσβηστη εστία, το άρωμα από τα χειμωνιάτικα αγριοτριαντάφυλλα, ενώ και στα μάτια ζωγραφίζονται οι προστατευτικές, του πατέρα και της μάνας, αγαπημένες μορφές.
Και οι αναμνήσεις κυριεύουν νου και καρδιά και σε κρατούν δεμένο με τον τόπο σου και τους ανθρώπους, με τους οποίους μοιράστηκες, μικρό παιδί, φτώχεια και ξενιτεμό, αλλά και τις ελάχιστες αυτές στιγμές χαράς και προετοιμασίας του εορτασμού των Χριστουγέννων, φτωχικά και απλά, αλλά με περισσή πίστη και αγάπη. Ίσως επειδή δεν είχαμε να ζηλέψουμε κάτι ο ένας από τον άλλο, όλοι φτωχοί εργάτες της ηπειρώτικης γης που παλεύαμε για την επιβίωσή μας, με μοναδικά μας όπλα τα ζώα μας και το άροτρο, την περηφάνια και το πείσμα μας.
Αυτή λοιπόν η προετοιμασία για τον εορτασμό των Χριστουγέννων στο χωριό μας, το Καστρί της Πρέβεζας, καθώς και σε όλη την περιοχή του Φαναρίου, ξεκινούσε από τον Νοέμβριο και συγκεκριμένα από τη γιορτή του Αγίου Ανδρέα, κατά την οποία οι Φαναριώτισσες Αρβανίτισσες έβραζαν τα παραδοσιακά μπόλια (πολυσπόρια).
Το γνωστό σε όλη την Ήπειρο παραδοσιακό πιάτο με καρπούς της γης, καλαμπόκι και σιτάρι, κυρίως, αλλά και λίγα φασόλια, ρύζι, κουκιά, καρύδια και σταφίδες και φυσικά μπόλικη ζάχαρη και μέλι, ήταν ο αγαπημένος μας χυλός. Τον περιμέναμε με λαχτάρα και χορταίναμε μ’ αυτόν την πείνα μας αλλά και την παιδική λαχτάρα μας για ένα γλυκό, τόσο σπάνιο εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
Τον Δεκέμβριο οι νοικοκυρές του χωριού, συνήθιζαν να φτιάχνουν τηγανίτες και πίτες. Τις τηγανίτες με ζάχαρη και κανέλα τις τρώγαμε το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, όπως και τις πίτες, γαλατόπιτα, λαχανόπιτα, κολοκυθόπιτα και τυρόπιτα.
Την Παραμονή, τα παιδιά βγαίναμε στις γειτονιές να πούμε τα κάλαντα, ως γνήσιοι Καλαντάρηδες, να καλέσουμε δηλαδή τους συγχωριανούς μας στον εορτασμό, όπως μας λέει και η ετυμολογία της λέξης , και όπως στην αρχαία Ελλάδα έπρατταν παίδες με τις ειρεσιώνες* στα χέρια και αργότερα στο Βυζάντιο οι Καλανταρίδες. Ήταν οι πομπές που έφερναν το χαρμόσυνο μήνυμα των εορτών σε όλο τον κόσμο με τα άσματα των Αγερμών**, κρατώντας κρόταλα ή μουσικά όργανα και κουδούνια και τα καλαθάκια-κύστεις και ζητώντας να λάβουν την αμοιβή τους από κάθε νοικοκυρά, με εξαίρεση μόνο τους πενθούντες που δεν έκανε να ανοίξουν τα σπίτια τους στην χαρούμενη παιδική πομπή. Όλοι οι άλλοι θεωρούσαν απαραίτητη την παρουσία μας και προάγγελο κακού την απουσία των τραγουδιών μας από τα σπίτια τους. Συνηθισμένη αμοιβή του κόπου μας ήταν καρύδια, αμύγδαλα, φυλαγμένα από κάθε νοικοκυρά για τέτοιες στιγμές, καραμέλες, αυγά, σπάνια και αυτά το χειμώνα, σύκα αποξηραμένα (τσαπέλες), ρόδια, και κάποιοι μας έδιναν και χρήματα (δεκάρες, εικοσάρες, πενηνταράκια) και αυτά ήταν φυσικά και η μεγαλύτερη χαρά μας.
Το πρωί της Παραμονής οι γυναίκες καθάριζαν το σπίτι, σκούπιζαν την αυλή, έστρωναν καθαρά στρωσίδια στο δάπεδο και τα κρεβάτια και έφτιαχναν κουλούρια και πίτες.
Την Παραμονή ή και λίγες ημέρες πριν ο οικόσιτος χοίρος κάθε σπιτιού θυσιαζόταν για την επιβίωσή μας, αφού από το κρέας του έφτιαχναν οι γυναίκες τα παραδοσιακά εδέσματα που μας κράτησαν στη ζωή, όπως οι τσιγαρίδες (παστό κρέας), τα γεμιστά με σιτάρι και λαχανικά γουρουνάντερα, ένα ιδιαίτερα νόστιμο και θρεπτικό αρβανίτικο έδεσμα, το λίπος του για το τηγάνισμα και το μαγείρεμα – το λάδι ήταν λιγοστό και ακριβό – και τέλος το δέρμα του, με το οποίο έφτιαχναν παλαιότερα τα παπούτσια του φτωχού ή τα γουρουνοπάπουτσα.
Στις 12 η ώρα τα μεσάνυχτα όλη η οικογένεια σηκωνόμαστε να πάμε στην εκκλησία και αυτός ήταν και ο κυρίως εορτασμός της γέννησης του Θεανθρώπου. Ντυμένοι με τα καλά μας, οι γονείς μας δύο φορές το χρόνο μας ψώνιζαν καινούρια ρούχα – και αυτό όχι πάντα – και αυτές ήταν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Γι’ αυτό ήταν και η αγαπημένη μας γιορτή, αφού κάποιο καινούριο ρούχο θα αγκάλιαζε το σώμα μας και καινούρια παπούτσια θα ζέσταιναν τα πόδια μας. Οι ευχές δε των μεγάλων στο χριστουγεννιάτικο γιορτινό τραπέζι, συνόδευαν το τρίξιμο των κλαδιών στο άγγιγμα της φωτιάς, ανήμερα της γέννησης του Θεανθρώπου.
Οι ημέρες που μεσολαβούσαν μέχρι την Πρωτοχρονιά περνούσαν με καθαριότητα στο σπίτι και ετοιμασίες για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.
Την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες και πάλι, αλλά πιο σχολαστικά αυτή τη φορά, καθάριζαν τους χώρους του σπιτιού και την αυλή, έστρωναν ό,τι καλύτερο είχαν και μαγείρευαν επίσης τα νοστιμότερα εδέσματα, γιατί πιστεύαμε ότι, αν το σπίτι είναι καθαρό την Πρωτοχρονιά, θα είναι και όλο το χρόνο και, αν έχει πλούτο αγαθών αυτή τη μέρα, θα έχει και όλο το χρόνο. Εμάς τα παιδιά μας έπλεναν και μας έλουζαν δίπλα στη φωτιά, για να μη κρυώνουμε, και μας άλλαζαν με καθαρά επίσης ρούχα και για να μας ετοιμάσουν για την εκκλησία, αλλά και για να είμαστε γερά και καθαρά όλο το χρόνο.
Τα παιδιά και πάλι βγαίναμε να πούμε τα κάλαντα στο χωριό, χωρισμένοι σε ομάδες (ανά δύο ή τρεις το πολύ).
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, την ώρα που άλλαζε ο χρόνος, άκουγες από όλα σχεδόν τα σπίτια του χωριού τις γιορταστικές τουφεκιές για το καλωσόρισμα του νέου χρόνου και της ελπίδας για τη βελτίωση της ζωής μας. Οι άνδρες συναγωνίζονταν ποιος θα ρίξει πρώτος τις περισσότερες τουφεκιές. Το πρωί δε, όλη η οικογένεια πηγαίναμε στην εκκλησία, ντυμένοι με τα καλά μας ρούχα, για να παρακολουθήσουμε τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και να υποδεχτούμε το νέο χρόνο με την ευλογία και της εκκλησίας. Στην επιστροφή, οι μανάδες ή οι πατεράδες μας είχαν στην τσέπη τους ένα λειτουργημένο ρόδι. Ο πατέρας ή αυτές, αν εκείνος έλειπε στην ξενιτιά, έκαναν το ποδαρικό και σπάζανε το ρόδι πάνω στην εξώπορτα, μπαίνοντας μέσα με το δεξί, για να πεταχτούν οι σπόροι του παντού και λέγανε στην αρβανίτικη γλώσσα «να είμαστε καλά, να ’χουμε υγεία και πλούτη τόσα όσα αυτοί οι σπόροι του ροδιού».
Το μεσημέρι δε όλοι μαζί στο οικογενειακό τραπέζι γευόμαστε τη βασιλόπιτα που δεν ήταν τίποτε άλλο για μας τους Έλληνες Αρβανίτες από την κρεατόπιτα-κόθορνο, φτιαγμένη από κρέας κόκορα ή προβάτου και ρύζι, τυλιγμένα σε σπιτικό φύλλο σε σχήμα στεφάνου (κόθορνος). Στην πίτα αυτή οι γυναίκες έβαζαν και το φλουρί της οικογένειας. Γλυκά δεν ήξεραν τότε να φτιάχνουν οι γυναίκες μας, μόνο κουταλιού και τηγανίτες με ζάχαρη ήταν τα συνήθη που τρώγαμε. Το μέλι το αγοράζαμε και συμπλήρωνε συχνά τη διατροφή μας, αλλά όχι σε όλα τα σπίτια.
Την Πρωτοχρονιά προσέχαμε να μη δανείζουμε κάτι σε κανέναν και θεωρούσαμε κακό να μπει πρώτη ξένη γυναίκα στο σπίτι ή άνδρας κακορίζικος. Προτιμούσαμε ένα μικρό παιδί ή κάποιον δυνατό και καλορίζικο άνδρα. Κρεμούσαμε δε στις πόρτες μας το σκιλλοκρέμμυδο για γούρι, το οποίο βρίσκαμε να φυτρώνει άφθονο στο λόφο του χωριού μας.
Την Παραμονή των Φώτων οι γυναίκες καθάριζαν και πάλι σχολαστικά τα σπίτια και το δρόμο, για να περάσει ο παπάς μετά τη λειτουργία να αγιάσει τους χώρους και τους ανθρώπους.
Την ημέρα της γιορτής των Θεοφανείων όλοι πηγαίναμε στην εκκλησία με τα λαγήνια, τσουκάλια, μπραγάτσια και κανάτια μας, στα οποία βάζαμε καθαρό νερό και κλαδιά ελιάς για να αγιαστεί από τον ιερέα και να γίνει «Αγίασμα». Όταν επιστρέφαμε στα σπίτια μας, οι γυναίκες έδιναν το νερό να πιουν όλα τα μέλη της οικογένειας, ράντιζαν τους χώρους του σπιτιού, τα ζώα, τα χωράφια και τους κήπους. Ό,τι περίσσευε το φύλαγαν για γιατρικό, γιατί θεωρούσαν ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Ο παπάς, σύμφωνα με το έθιμο, το οποίο διατηρείται έως και σήμερα, περνούσε απ’ όλο το χωριό και άγιαζε τους πιστούς, όλους τους χώρους του σπιτιού και τα ζώα. Απ’ όπου περνούσε τότε ο ιερέας, όλοι έριχναν μέσα στο κατσαρολάκι-μπραγάτσι του, ένα νόμισμα (συνήθως δίδραχμο, τάλιρο, ή δεκάρικο) ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Είναι απορίας άξιο πώς οι ιερείς του χωριού μας εκείνα τα χρόνια δεν έριχναν τον σταυρό στο ποτάμι μας, έθιμο που καθιερώθηκε τα τελευταία χρόνια.
Τότε πια μπορούσαμε να απλώνουμε τα ρούχα έξω και τις νύχτες, αφού υπήρχε η αντίληψη ότι μέχρι των Φώτων οι Καλλικάντζαροι παραφύλαγαν έξω από τα σπίτια μας τα βράδια να μαγαρίσουν τα ρούχα μας και να βγούμε έξω, για να μας πειράξουν. Για το λόγο αυτό εμείς οι Αρβανίτες τους λέγαμε Πειραξίες και Παγανιές και όχι Καλλικάντζαρους. Οι μανάδες και οι γιαγιάδες εύρισκαν αυτόν τον τρόπο να μας συνετίζουν από τις παιδικές μας αταξίες με φόβητρο αυτά τα μαυριδερά στη φαντασία μας ξωτικά που τριγυρνούσαν στους δρόμους του χωριού μας και έμπαιναν απρόσκλητα στα σπίτια μας από τις καμινάδες και θα μας μαγάριζαν, αν δεν κάναμε ό,τι οι γυναίκες του σπιτιού μας έλεγαν. Η φωτιά στις εστίες-βάτρες έκαιγε ασταμάτητα όλο το δωδεκαήμερο για να τους εμποδίσει να κατέβουν από την καμινάδα και η στάχτη σκορπίζονταν γύρω απ’ το σπίτι και τους παρακείμενους αγρούς, για να φέρει καλό στην οικογένεια.
Όσο για το στολισμό του δέντρου εκείνα τα χρόνια κόβαμε ένα κλαδί από αγριελιά, κυπαρίσσι ή πεύκο, συνήθως, εμείς τα παιδιά, οι μεγάλοι δεν τα ήξεραν αυτά, μόνο όσοι είχαν ξενιτευθεί στη Γερμανία, και το στολίζαμε με ό,τι βρίσκαμε, μήλα, κορδέλες, αυτοσχέδια στολίδια, καρύδια, σύκα, λουλούδια χειμωνιάτικα. Και βέβαια το βαμβάκι από την παραγωγή μας έπαιζε το ρόλο του χιονιού. Ακολουθούσαμε δηλαδή το αρχαίο έθιμο της ειρεσιώνης, χωρίς καν να το γνωρίζουμε.
Με τη γιορτή του Άη Γιάννη έκλεινε αυτός ο ιδιαίτερα σημαντικός εορταστικός κύκλος και επιστρέφαμε και πάλι στις συνηθισμένες καθημερινές ασχολίες μας.
Έτσι γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα εμείς οι Φαναριώτες και πολλά από τα έθιμα αυτά συνεχίζουν να τηρούνται και στις μέρες μας, παραμένοντας αναλλοίωτα στο διάβα του καιρού.
Καλά και φωτεινά Χριστούγεννα με το αρχαίο σαμιώτικο δημώδες άσμα:
Δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο, ος μέγα μεν δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αεί. Αύται ανακλίνεσθαι θύραι. Πλούτος γάρ έσεισι πολλός, σύν Πλούτω δέ καί Ευφροσύνη τεθαλυία, Ειρήνη τ’ αγαθή. Όσα δ άγγεα, μεστά μέν είη κυρβαίη δ’ αεί κατά καρδόπου έρποι μάζα, νυν μέν κριθαίην ευώπιδα σησαμόεσσαν…
Σ’ αρχοντικό εμπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη, αφέντη που έχει δύναμη και κύρος και διατάζει, πάντα να’ ναι μακάριος με αγαθά περίσσια. Ανοίξτε πόρτες μόνες σας, θα μπει ο μεγάλος Πλούτος, μαζί και η θαλερή Χαρά και η καλή Ειρήνη. Γιομάτα να είναι τα αγγειά, πολλά και τα ζυμάρια, τα κριθαρένια τα όμορφα με το πολύ σουσάμι…
Σημειώσεις:
* Ειρεσιώνες: κλαδιά αγριελιάς ή δάφνης στολισμένα με έρια, πορφυρά ή λευκά, κολλύρες -κουλούρες, μήλα, καρπούς και άλλα στολίδια. Τα περιέφεραν ομάδες παιδιών από πόρτα σε πόρτα, ψάλλοντας εγκωμιαστικά άσματα υπέρ της ευτυχίας του οικογενειάρχη στις γιορτές προς τιμή του Απόλλωνα, του Ήλιου, των Ωρών, όπως στα Θαργήλεια (Μάιος) και Πυανόψεια (Οκτώβριος) και ζητώντας την αμοιβή τους.
** Αγερμοί: Ομάδες, πομπές παιδιών αλλά και ενηλίκων που καλούσαν με άσματα στον εορτασμό (αγείρω = συναθροίζω, συγκεντρώνω)
👉 «Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω…»
Βακαλοπούλου Μαρία
Τι να χαρίσω
Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω…
Χαμόγελα αισιοδοξίας σε θλιμμένες
φάτσες.
Ραβδιά μαγικά να μπορείς να κρατάς σε
απόσταση την κακή διάθεση.
Ιστορίες που λέγονται κοντά σε αναμμένο
τζάκι.
Στολίδια που αντανακλούν το φως τους στο
σκοτάδι.
Τριγωνάκια που θα συντροφεύουν τα παιδιά
στα κάλαντα.
Όνειρα που μπορούν να σε ταξιδέψουν όπου
θες.
Υπομονή σε κάθε γονεϊκή ψυχή.
Γιρλάντες πολύχρωμες να στολίζουν με
χρώμα τη ζωή μας.
Ελπίδα ότι πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι να
μας ανεβάσουν ψηλότερα.
Νόστιμους κουραμπιέδες να γλυκάνουν κάθε
πόνο.
Νοσταλγικές, αξέχαστες μυρωδιές κανέλας
και ψημένου κάστανου.
Αγκαλιές εγκάρδιες, αληθινές, ζεστές.
Κι αν τα καταφέρω, θα ’ναι για μένα μια
αρχή
πως θα ’ναι φωτεινή η νέα χρονιά που
ξεκινάει.
Δαμιανίδου Πόπη
Το φως της ψυχής
Φέτος τα Χριστούγεννα
Θέλω να χαρίσω
Λίγο απ’ της ψυχής μου το φως
Ν’ ανοίξω όλες τις καρδιές
Και να τις γεμίσω με ηλιαχτίδες
Να δουν την ουσία της ζωής
Να διώξουν μακριά τις πίκρες
Κι όταν τα σύννεφα γεμίσουν τις ψυχές
τους
Σαν το σφουγγάρι το φως μου
Να καθαρίσει όλες τις πληγές
Ζώρζου Ιωάννα
Φέτος τα Χριστούγεννα
θέλω να χαρίσω ευχές
από κάθε λογής λυχνάρι μαγικό
από το ραβδί της πιο όμορφης νεράιδας
από το πιο λαμπρό αστέρι τ’ ουρανού
Φέτος τα Χριστούγεννα
Θέλω να χαρίσω
σε ανθρώπους που βλέπουν μόνο το καλό
σε σκέψεις που αποστρέφονται τη μιζέρια
σε πράξεις που οδηγούνται από την
ενσυναίσθηση
Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω και
να χαριστώ σε καθετί που προστάζει την Αγάπη.
Κοτσαύτη Γιώτα
Το κόκκινο στα μάγουλα
Φέτος τα Χριστούγεννα
θέλω να χαρίσω
ένα ελαφρύ κόκκινο στα μάγουλα.
Το κόκκινο που φέρνει η απρόσμενη χαρά.
Ο ενθουσιασμός.
Και η αγάπη.
Να το χαρίσω θέλω φέτος
αυτό το κόκκινο
που δεν θα είναι ούτε της ντροπής
ούτε του φόβου.
Θα ’ναι το κόκκινο των παιδιών
που στολίζουν τα Χριστούγεννα
κι ονειρεύονται ν’ αλλάξουν τον κόσμο!
Κουρτζόγλου Στέλλα
Φέτος τα Χριστούγεννα
θέλω να χαρίσω χρώμα
στα γκρίζα κτίρια
της Οδού Προσφυγιάς.
Θέλω να χαρίσω ζεστασιά
στους καταυλισμούς
και στα χωριά
που το χιόνι είναι πολύ
κι είναι εκεί η γιαγιά
κι ο παππούς.
Θέλω να χαρίσω την κούκλα μου
στη Φανούλα που τα χεράκια της παίζουν
με τα χαρτόκουτα στους δρόμους.
Φέτος θέλω να μου χαρίσεις ένα χαμόγελο
κι εγώ θα συνεχίσω!
Λιανού Σταυρούλα
Στιγμές ευτυχίας
Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω
στιγμές ευτυχίας.
Στο παιδί, που ζει τη φρίκη του πολέμου,
θα χαρίσω ειρήνη, ζωή όπως παλιά κι ανεμελιά.
Στους γονείς, που ξενυχτούν για το παιδί
τους, βοήθεια, υποστήριξη, ξεκούραση.
Στον ηλικιωμένο, ζεστό φαγητό και
συντροφιά.
Στον άρρωστο, το φάρμακο που θα διώξει
τον πόνο και την αρρώστια μακριά.
Στον «διαφορετικό», αποδοχή και
ευκαιρίες για ισότιμη ζωή.
Ευτυχία, σε όλους, θα ήθελα να χαρίσω,
μα είναι τόσοι πολλοί.
Ίσως αν με βοηθήσετε, από λίγο ο
καθένας,
το όνειρό μου, αυτά τα Χριστούγεννα, να το πραγματοποιήσω!
Μαρκάτου Βιβή
Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω
φιλιά πολλά,
άπειρες αγκαλιές,
και μια μικρή καρδιά.
Απ’ αυτή θα έβγαζα τον πόνο, τη ζήλια
και τη λύπη.
Θα τ’ αντάλλαζα με αμέτρητα πουλιά.
Εκείνα θα ταξίδευαν σε νησιά και χώρες,
θα έσπαγαν τα δεσμά των ανθρώπων
και θα τους βοηθούσαν να έρθουν πιο
κοντά.
Έτσι θα έκανα κι ας ήταν μικρή αυτή η
καρδιά,
σαν ένα μικρό χωράφι.
Ξέρω πως θα τους χώραγε όλους.
Και, αλήθεια, είμαστε τόσοι μικροί
σ’ αυτόν τον τεράστιο κόσμο που ζούμε
για ένα τόσο μικρό... μεγάλο χωράφι που
έχουμε...
Μήλιου Θεοδώρα
Το χαμόγελο της Ελπίδας
Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω ένα
χαμόγελο
Ένα χαμόγελο ελπίδας σ’ εκείνους που
βουλιάζουν σε μια οικειοθελή μοναξιά
Σ’ εκείνους που υποφέρουν και προσπαθούν
να ξεφύγουν από τη μανία του ίδιου τους του εαυτού
Σ’ εκείνους που φοβούνται για τη ζωή
τους εξαιτίας του μίσους του άλλου
Σ’ εκείνα τα παιδιά που είναι τρομαγμένα
και δεν υπάρχει κάτι λαμπερό
Για όλους τους μαχητές το χαμόγελο αυτό
της ελπίδας, να γυρίσουν σπίτι τις γιορτές.
Ένα χαμόγελο Ελπίδας να διώξουμε ό,τι σε
όλους μας φέρνει πόνο.
Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω ουράνια τόξα, τα παιδιά να κυλούν ανέμελα στα ιριδίζοντα χρώματα, πινέλα να χαράζουν με βαμβάκι την ψυχή τους για να είναι λευκή σαν τα σύννεφα ουράνιου πέρατος. Να χαρίσω νεράιδες με ραβδάκια ασημόσκονης, να ξορκίζουν τα δύσβατα μονοπάτια, κουδουνάκια δεμένα σε κόκκινη κορδέλα, θύμηση για τριγωνοκάλαντο μες τις γειτονιές. Μα, πιότερο, επιθυμώ την Αγάπη, να ξεναγήσει στην ομορφιά της τις καρδιές μας!
Μπουργάνη Ειρήνη
Η ζεστασιά των Χριστουγέννων
Φέτος τα Χριστούγεννα
θέλω να χαρίσω ζεστασιά.
Να φτάσει σε κάθε γωνιά παγωμένη
μα και στις καρδιές των ανθρώπων.
Ν’ ανάψει από μία φωτιά παντού
και γύρω της να μαζευτούν μικροί και
μεγάλοι.
Να ζήσουν μοναδικές στιγμές και να
δημιουργήσουν όμορφες αναμνήσεις.
Να ψήσουν κάστανα και να πούνε
ιστορίες που θα είναι πασπαλισμένες με αστερόσκονη και τους δράκους
θα διώχνουν μακριά.
Με τη ζεστασιά λιώνουν οι πάγοι της ψυχής κι όλοι γίνονται λίγο πιο όμορφοι.
Παναγιωτόγλου Φιλιππίνα
Το φόρεμα
Φέτος τα Χριστούγεννα θέλω να χαρίσω το
πιο όμορφο δώρο:
ένα στολίδι μαγικό φτιαγμένο με αγάπη κι
ένα σύννεφο από άχνη ζάχαρη.
Το δώρο αυτό σύμβολο θα το πω ή
ακόμα και μετάλλιο.
Ύστερα από χρόνια βαρετά γεμάτα πόνο,
απώλεια και αρρώστια
σήμερα, τώρα πια, γεμάτη δύναμη, υγεία
και χαρά
σας δίνω αυτή τη μοναδική αρετή της
Ελευθερίας κι ό,τι μπορεί να φέρει μαζί της.
Εκφράσου με κάθε δυνατή μορφή,
αφέσου να παρασυρθείς στα κύματα της
ευτυχίας και της ξενοιασιάς.
Μη βαρυγκωμάς, μη φοβάσαι,
όλοι μαζί μια αγκαλιά,
τα παλιά να μη λησμονούμε τα
παρά να κεντήσουμε με πολύτιμα υλικά
το φόρεμα της καινούργιας μας ζωής.
Ρηγάτου Βασιλική
Φέτος τα Χριστούγεννα
θέλω να χαρίσω
χρώματα και τραγούδια
σ’ όσους διψάνε για ζωή
μ’ αρνούνται να το πουν.
Πάρα πολλά χαμόγελα
σε όσους δεν γελάνε
κι όσοι χαμογελούσανε
να κλαίνε από χαρά.
Αγάπη σ’ όσους αγαπούν
διπλά να τη χαρίζουν.
Και σ’ όσους δεν την ένιωσαν,
να πρωτοαγαπηθούν.
Μοναδική μου ευχή:
η εσωτερική ομορφιά του κόσμου.