Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "Το Ελληνικό Καλοκαίρι". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "Το Ελληνικό Καλοκαίρι". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025



Το Ελληνικό Καλοκαίρι

Συγγραφέας: Ζακ Λακαριέρ

Εκδόσεις: Βασδέκης

Μετάφραση: Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή

Σελίδες: 344


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947, και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ’ ένα μοναδικό χωριό˙τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σαν δυο πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: Αρμονίη κόσμου παλίτροπος. Αν η εικόνα αυτού του χαμένου νησιού παραμένει μέσα μου τόσο έντονη, είναι ίσως επειδή στάθηκε η τελευταία. Ωστόσο, κοιτώντας απ’ την απόσταση του χρόνου, συνειδητοποιώ μέχρι ποιου σημείου μπλέκονται μέσα στη μνήμη μου οι αναμνήσεις σα σε παιχνίδι αινιγματικό. Γιατί τάχα ορισμένες τους, τόσο ανώνυμες φαινομενικά, παραμένουν επίμονες λες κι ήθελαν να υπογραμμίσουν ένα μήνυμα που το νόημά του δεν καταφέρνω ακόμα να συλλάβω;

Ένα οδοιπορικό του Λακαριέρ σε όλη την Ελλάδα.

… γοητεύτηκα από τα μνημεία της, την ιστορία της, τον πολιτισμό, τα χρώματα, αλλά και τους ανθρώπους της.

… για να γνωρίσεις αληθινά μια χώρα είναι γοητευτικό να την ανακαλύψεις ακολουθώντας τα μονοπάτια της ιστορίας της …



Αποσπάσματα από το βιβλίο

Πρελούδιο

Η τύχη – αλλά μια τύχη που ’χε κάτι απ’ το θαύμα – το θέλησε να δέσει στο Μπρίντιζι, την επομένη της άφιξής μου. Κι έτσι, ένα αυγουστιάτικο πρωινό ξεκίνησα από κει με κατεύθυνση την Κέρκυρα, παρά τον δυνατό κι ανάποδο άνεμο που ευτυχώς έκοψε κάπως με το σούρουπο. Ο καπετάνιος μπόρεσε να σβήσει το μοτέρ, ν’ ανοίξει το πανί και έτσι να εξακολουθήσουμε το ταξίδι. Ο καιρός ήταν τόσο υπέροχος και οι επαγγελίες του διάπλου τόσο έντονες ώστε δεν κατάφερα να κλείσω μάτι όλη τη νύχτα. Την πέρασα κοιτάζοντας τον ουρανό, ακούγοντας τον άνεμο και τα τριξίματα του σκαριού. Μέσα στο σκοτάδι μάντευα όρθια στη γέφυρα τη σιλουέτα του καπετάνιου καθώς ο αέρας σκορπούσε τις καύτρες απ’ το τσιγάρο του μέσα στη νύχτα.

...


Η σκιά του Διγενή

Στην Κρήτη, είδα πραγματικά, τι θα πει ουρανός τη νύχτα. Με τα γιγάντια άστρα του, τις νύχτες της πανσελήνου, τον έβενό τους, και τους αστερισμούς που ’χουν, εδώ, δικά τους ονόματα: Πούλια οι Πλειάδες, Αναποδοκάραβο η Μεγάλη Άρκτος, Ιορδάνης ο Γαλαξίας. Αυτό μου έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση: αυτός ο ζωντανός ουρανός, ο τόσο κοντινός που ’χα ξεχάσει την ύπαρξή του και που ανακάλυπτα κάθε νύχτα για πρώτη φορά μαζί με τ’ αρώματα και την παρουσία της γης. Τους πρώτους μήνες ετούτου του ταξιδιού, περνούσα όλες σχεδόν τις νύχτες μου έξω, κοιμόμουν σε αμμουδιές, σε ταράτσες σπιτιών ή σε αλώνια. Σπάνια ξαναένιωσα όπως σε κείνα τα χρόνια το μεθύσι της απόλυτης λευτεριάς, το συναίσθημα να ’σαι ένας ευτυχισμένος περιπλανώμενος, χωρίς δεσμό άλλο από το χωριό ή το πρόσωπο που θα σε δεχτεί για μια νύχτα. Και οφείλω να πω ότι τίποτα δεν εγύρευα ταξιδεύοντας και ζώντας έτσι που ζούσα: ούτε νόημα, ούτε αναζήτηση, ούτε δίδαγμα, ούτε μύηση.

 ...


Διασχίζοντας την Αρκαδία

Τη στιγμή που φθάνω στην πλατεία, μερικοί γέροντες καπνίζουν εκεί ήρεμοι. Απόγιομα, τέλη Σεπτεμβρίου, το χωριό κοιμάται ακόμα για μεσημέρι, μερικά παιδιά βαριούνται. Μόλις με βλέπει ο ταβερνιάρης (κοκαλιάρης άνθρωπος με μετρημένα τα λόγια του και επιθετικό μουστάκι) παίρνει ένα ενοχλημένο ύφος. Τα πρώτα του λόγια: «Εδώ, δεν έρχεται ποτέ ξένος. Δεν έχω τίποτα για φαΐ και δεν έχω δωμάτιο». «Δεν πειράζει καθόλου» του αποκρίνομαι, «εγώ ζω με αγάπη και νεράκι του καλού Θεού. Και για να κοιμηθώ, έχω τη σουλουμπάμια». Αλλά αυτά δεν τον καθησυχάζουν. Ο ερχομός μου αναστατώνει τις συνήθειές του. Και εκεί που σκουπίζει με υπερβολική προσοχή τα άδεια τραπέζια, μαντεύω από την έκφρασή του πως αναρωτιέται: «Και τι θα τον κάνω εγώ τώρα;» Δεν έχει δίκιο να ταράζεται. Δεν έχει, αυτός, τις εμπειρίες που έχω εγώ από την Ελλάδα. Από την εποχή του Ομήρου (και ασφαλώς από πολύ πρωτύτερα) ποτέ δεν θα πρέπει να έφθασε ξένος σ’ ένα μακρινό χωριό και να έμεινε χωρίς τροφή και στέγη. Έτσι, τον κοιτάζω χαμογελαστός και γαλήνιος, ενώ αυτός σκοτώνεται να διώχνει νυσταλέες μύγες. Από εκνευρισμένος γίνεται αμήχανος.

...


Οι αέρηδες του αρχιπελάγους

Για να συνοψίσουμε, τελικά δεν ξέρω γιατί – δηλαδή για ποιον έκδηλο ή εκφραζόμενο σκοπό – ταξιδεύω στην Ελλάδα εδώ και είκοσι χρόνια και ακόμα λιγότερο για ποιον λόγο έγραψα αυτό το βιβλίο άλλον από το να μοιραστώ αυτό π’ αγαπώ, και όχι για να συντάξω ένα πανεπιστημιακό ή επιστημονικό έργο. Όλ’ αυτά, λοιπόν, απολήγουν στο εξής απλό πρόβλημα: επί είκοσι χρόνια – και πάλι αύριο αν ξαναγυρίσω στην Ελλάδα – αναγκαζόμουνα και θ’ αναγκαστώ να τα βγάλω πέρα μόνος. Στα πάνω από είκοσι πέντε ταξίδια που έκανα στην Ελλάδα μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, είναι ζήτημα αν είχα πάνω από δύο με τρεις φορές αρκετά χρήματα για να γυρίσω στη Γαλλία. Αλλ’ αυτά τα προβλήματα σε τελευταία ανάλυση δεν έχουν καμιά σημασία. Απόδειξη ότι ούτε μ’ εμπόδισαν να ταξιδέψω ούτε με ανάγκασαν να γράψω άλλα πράγματα από κείνα που θέλησα να γράψω. Δεν πέθανα ούτε από την πείνα, ούτε από το κρύο, ούτε από την αρρώστια, και κάθε ταξίδι – από τις αβεβαιότητες και τις συμπτώσεις που πάντα το χαρακτήριζαν – μου φαινότανε σαν το πρώτο. Σ’ αυτή την έλλειψη των χρημάτων μάλιστα χρωστώ το ότι γνώρισα την Ελλάδα όπως οι ίδιοι οι Έλληνες, και εννοώ τους Έλληνες του λαού, τη ζούνε και την τριγυρίζουνε.



Το πρωί, μ’ έναν ουρανό καθαρό από σύννεφα, φάνηκαν τα πρώτα νησιά. Στο βοριά, η κορφή της Ικαρίας, μαβιά πάνω σε μια θάλασσα βιολέττας. Μπροστά η Πάτμος, σύρριζα σχεδόν με το κύμα και στο νοτιά, μόλις να διακρίνονται, οι δύο βράχοι της Λεβέδου και της Κυνίδαρου. Το Αιγαίο είναι τόσο πλούσιο σε νησιά που ο ορίζοντας δεν είναι ποτέ γυμνός. Πάντα, κάποιο νησί διακρίνεις που αναγνωρίζεις από τις καθαρές ράχες του. Τίποτα δε γνωρίζω πιο θαυμαστό απ’ αυτό το ξύπνημα, αυτό το ανέβασμα των νησιών μέσα στην αυγή, μέσα στον καθάριο καιρό, πάνω στη θάλασσα τη γεμάτη «πρόβατα», άσπρα λοφία, ρόδινο αφρό. Ένα μεγάλο θαλασσινό πουλί ζυγιάζεται μέσα στο θάμπωμα της αυγής, παίζοντας με τους ανέμους πάνω από το βαπόρι. Το ξαναείδα συχνά μέσα στη θύμησή μου με

τη γεύση της γης και του χορταριού που παίρνει φορές η αγάπη

τ’ ανέμου και της καταχνιάς που παίρνει φορές ο χάρος

του μοναχού πουλιού την ομορφιά που στα ακρουράνια

στον ίλιγγο τους στέλνουνε οι τέσσερις αλήθειες

Ως και στη γη, εκεί που ξεκουράζεσαι μέσα στους άσπρους τοίχους μιας κάμαρας όπου βουΐζει μια σφήκα, με το κανάτι στο παράθυρο όπου μαργαριτάρι ιδρώνει η δροσιά του νερού, αυτός ο ίλιγγος, δε λέει πια να σ’ αφήσει. Για πολύ, σοκάκια, αυλές με βασιλικούς ανεμοχτυπημένες, ταράτσες και καφενέδες θα συνεχίσουν να χορεύουνε, να ζαλίζονται μέσα στο κεφάλι σου, και μέχρι και το χαμόγελο μιας μικρής κόρης που γυρίζει από το σχολειό και σου λέει με μια λαμπικαριστή φωνή: Καλημέρα κύριε.

...


Ημερολόγιον πλοίου (1)

Αρχίζω να κάνω μερικούς φίλους: ο Θανάσης, ο παγωτατζής, που τις ημέρες που έχει άφιξη (εννοεί τους τουρίστες) σπρώχνει με πείσμα στο λιμάνι το καρότσι του, στολισμένο με τα κοχύλια και τα πολύχρωμα βότσαλα που τα παιδιά του (έχει τρία παιδιά) πάνε και του μαζεύουν ή του ψαρεύουν στη θάλασσα. Για να προσελκύσει πελάτες φυσάει μια πελώρια μπουρού. Με τα φουσκωμένα μάγουλά του, το βυσσινί του πρόσωπο, το λιγδιασμένο κασκέτο πάνω στο κεφάλι του με κάνει να σκέπτομαι ένα σύγχρονο Αίολο. Θα πρέπει να το γράψω κάποτε αυτό το νεομυθικό κείμενο: ο Αίολος, παιδί του γκαράζ, επιφορτισμένος να φουσκώνει λάστιχα.

Ο αγωγιάτης ο Θωμάς είναι ένας σβησμένος, ντροπαλός, σκιαγμένος σχεδόν άνθρωπος. Μιλά με μια μαλακιά, πνιγμένη φωνή και τα χέρια του, ασταμάτητα, κάνουν την ελληνική χειρονομία που δηλώνει το μοιραίο – φούχτες στραμμένες στον ουρανό. Βέβαια η ζωή είναι δύσκολη, κανείς όμως δεν τον υποχρέωσε να κάνει έντεκα παιδιά στη γυναίκα του! Τις προάλλες, εκεί που πίναμε παρέα τα ούζα μας στο λιμάνι, κοίταξε με τέτοια λαχτάρα το θαλασσί μπαμπακερό μου πουκάμισο που, αμ’ έπος αμ’ έργον, το έβγαλα και του το ’δωσα. Πρώτος εγώ ξαφνιάστηκα μ’ αυτή τη χειρονομία μου που κατά κάποιον ακαθόριστο τρόπο κάτι ή κάποιον μου θύμιζε, αλλά βέβαια! τον Άγιο Μαρτίνο! Με τη διαφορά ότι εγώ έδωσα ολόκληρο το πουκάμισο, όχι κομμένο στα δυο. Σε κάθε ταξίδι μου, όλο και κάποιο ρούχο του φέρνω από τη Γαλλία για τα παιδιά του: τρικό, σουέτερ, πουκάμισα. Και με διασκεδάζει να τα ξαναβρίσκω του χρόνου φορεμένα από κάποιον από τους μικρότερους Θωμάδες, που του τα περνάνε οι μεγαλύτεροι. Με ευχαριστεί αυτή η ιδέα. Ακόμα και σήμερα, κάποιος Θωμάς θα πρέπει να υπάρχει στην Πάτμο που να φοράει ακόμα τα πουκάμισά μου. 



 1962

Κάθε πρωί, από τις πέντε, πιάνω να δουλεύω στο καφενεδάκι που βρίσκεται στην άκρια του λιμανιού, κοντά στην εκκλησιά των Αγίων Αναργύρων. Ο καφετζής παρουσιάζεται κατά τις έξι, αλλά καθώς ξέρει τις συνήθειές μου μου αφήνει ένα τραπέζι έξω με μία καρέκλα, κάτω από ένα μυρίκι. Μεταφράζω τους Μύθους του Αισώπου για έναν παρισινό εκδοτικό οίκο. Ζωή ονειρεμένη: από την αυγή μέχρι τις εννέα ζω με τους μύθους, τα ζώα που μιλάνε, κι αυτή την παραδοσιακή ελληνική σοφία που βρίσκεις σ’ όλους τους δρόμους που γειτονεύουν με την Ανατολή. Στις εννιά, τέλος η εργασία: όλη η μέρα είναι δική μου για να κοιμάμαι ή να κάνω βόλτες. Ο καφετζής είναι ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος μ’ ένα τέλεια φαλακρό κρανίο, που αιωνίως χαμογελάει και βιάζεται. Δεν προφταίνει ν’ ανοίξει το μαγαζί του κι έχω μπροστά μου έναν αχνιστό μέτριο με δυο φρυγανιές. Κατόπιν, όταν δεν υπάρχει άλλος πελάτης, έρχεται και κάθεται καμιά φορά πλάι μου και με κοιτάζει εκεί που δουλεύω: «γράφεις, γράφεις, όλο γράφεις, μα τι γράφεις;» με ρωτάει.



Στο γιαλό, πλάι από την ταβέρνα στους Αρκούς, χταπόδια ξεραίνονται πάνω σ’ ένα σκοινί κάτω απ’ τον ήλιο. Μύγες και σφήκες ζουζουνίζουνε γύρω. Οι γάτοι, από κάτω, παραφυλάνε με την ελπίδα ότι αργά ή γρήγορα κάποιο θα ρίξει ο άνεμος. Χταπόδι, μαγικό μαλάκιο, θαυμαστό, Θεία Πρόνοια των ελληνικών θαλασσών. Στη Γαλλία εξακολουθεί να γεννά παράλογους και κωμικούς θρύλους. Στην Ελλάδα είναι το αγαπημένο φαΐ των φτωχών και των ψαράδων. Θυμάμαι μια αυγή, εκεί που κολυμπούσα με τη μάσκα μου, και πρόλαβα να δω ένα μικρό χταποδάκι ξαπλωμένο στην άμμο να κοιμάται, ίσως να ονειρεύεται; Κορμί ελαφρά γαλανό, φωτεινό τουρκουάζ σαν σπάνια πορσελάνη. Κράτησα την ανάσα μου, ακριβώς από πάνω του, μαγεμένος από κείνα τα χρώματα, από κείνη τη χάρη. Κάποια στιγμή με κατάλαβε, μέσα σε δευτερόλεπτα βουτήχτηκε στην πιο σκούρα ώχρα κι εκσφενδονίστηκε προς την τρύπα του. Μαλάκιο με τις χίλιες μεταμορφώσεις. Πρωτέας των κυανών περγιαλιών, με τη σειρά μαλακιά εσάρπα γύρω από τους λαιμούς των κυμάτων, κόκκινη κυλιστή σφαίρα, ορθάνοιχτο αστέρι, στεφάνη κροσσωμένη από οπάλινους πλόκαμους, θαύμα των ατελείωτων μορφών. Τι αντικατοπτρισμός να τσακώσεις αυτό το ζωντανό ουράνιο τόξο στο φως του φεγγαριού! Ζώο τόσο ξυπνό, που έρχεται να τυλιχτεί γύρω απ’ το χέρι σου, που αφήνεται να το χαϊδέψεις σαν γάτος. Πάνω στην ελληνική γη υπάρχει η ελιά, το ευλογημένο το δέντρο. Μέσα στην ελληνική θάλασσα το χταποδάκι, πρίγκιπας των μεταμορφώσεων. Και πράγμα σημαντικότερο, πρίγκιπας φαγώσιμος.



Κατοικώ σ’ ένα από τα τελευταία σπίτια του λιμανιού, στα ριζά των πρώτων λόφων. Το νοίκιασα από μια αρκετά νέα ακόμα γυναίκα , που ο άντρας της είναι μπαρκαρισμένος σε φορτηγά. Το ζευγάρι έχει έναν γιο, μοναχοπαίδι και αντάρτη, που ακούει στο όνομα Παναγιώτης. Αυτός ο Παναγιώτης, μοναδική ασχολία του έχει να μην είναι ποτέ εκεί όταν τον καλεί η μητέρα του. Έτσι περνάει και αυτή τον καιρό της ορθή στην ταράτσα να τον καλεί, στραμμένη προς το μέρος του λιμανιού. Στη ζωή μου δεν έχω ακούσει φωνή τόσο στριγγιά όσο όταν φωνάζει Πανα-ΓΙΩ-τη, Πανα-ΓΙΩ-τη, για το μεσημεριανό και το βραδινό φαγητό. Με καλό άνεμο, Θα πρέπει να ακούγεται ως τη Σίφνο. Και καθώς όλες οι μανάδες κάνουν το ίδιο, τον αέρα της Σέριφου τον χαρακώνει ασταμάτητα τις ώρες του φαγητού μια πολυφωνία από ποικίλα ονόματα και μία βροχή από κατάρες που κυμαίνονται από τις πιο ανώδυνες μέχρι τις πιο Αποκαλυπτικές. Αν δε με γελάει η μνήμη μου, ήτανε κάπως έτσι: παλιόπαιδο, θα δεις τι σε περιμένει, έλα αμέσως αλλιώς δε σε θέλω πια, άι στο διάολο, που να σε φάει η γη, έλα μωρέ Άγιε Νικόλα μου να μου το φας. Αλλά πιο αξέχαστο θα μου μείνει εκείνο το βρωμοπαλιομαλακοκαταραμένο, που μια μέρα έσκισε τη μεσημεριανή κάψα της Σκάλας. Ο Αριστοφάνης ο ίδιος δεν θα τα είχε καταφέρει καλύτερα από κείνη την έξαλλη μάνα, και για μια ακόμα φορά, μένω κατάπληκτος και άλαλος σαν τα βατράχια της νήσου μπροστά σ’ αυτή την εφευρετικότητα και τη μακροζωία της ελληνικής γλώσσας.


Ψαρά. Οκτώβριος 1966

Στις αρχές του Οκτώβρη ο καιρός αρχίζει να γίνεται άστατος. Ο ουρανός σκεπάζεται τακτικά και μεγάλα σύννεφα κρύβουν αδιάκοπα τον ήλιο. Γκρίζος καιρός, αλλά φωτεινός. Η θάλασσα αντανακλά αυτό το διάχυτο φως που κουράζει τα μάτια. Προς το βορριά, η γυμνή κορυφή του Προφήτη Ηλία πιάνει όλο μου το παράθυρο. Οι θόρυβοι είναι σπάνιοι. Οι φωνές το ίδιο. Ένα είδος μπαμπακένιας ατμόσφαιρας πέφτει πάνω στα Ψαρά, στην εικόνα αυτής της έντονης γκριζάδας που λούζει τα πάντα βυθίζοντας τα Ψαρά σε μια γλυκιά άχνα. Δε φταίει μόνον ο φθινοπωρινός καιρός γι’ αυτό. Ως και στην καρδιά του καλοκαιριού το νησί έχει μια ζωή πιο καταχνιασμένη από των άλλων νησιών. Μ’ έναν τρόπο που ακόμα δεν έχω καταφέρει να προσδιορίσω, αντιλαμβάνεσαι μια στέρηση, μια παραίτηση, που εδώ είναι πιο αισθητές παρά αλλού. Μόνο το λιμάνι με τα τρία του καφενεία ζωντανεύει ορισμένες ώρες, νωρίς το πρωί και προς τη δύση του ήλιου. Αλλά ο ρυθμός της ζωής μοιάζει εδώ παράξενα αργός. Πού αυτοί οι πολλαπλοί θόρυβοι, τα πηγαινέλα των βαποριών που ζωντανεύουν και το παραμικρό κυκλαδίτικο λιμανάκι. Η αλήθεια είναι ότι εδώ δεν πιάνει κανένα καράβι. Είναι, όπως το είχα φανταστεί, ένας κόσμος κλεισμένος στον εαυτό του, ξεχασμένος, στον οποίο ο εξωτερικός κόσμος φαίνεται τρομερά μακριά.


Η γραφή της Ρωμιοσύνης

Όλα τα χρόνια ανάμεσα στο 1957 και το 1963 ήταν χρόνια όπου θεμελίωνα τις ελληνικές φιλίες μου. Καθώς μιλούσα τη γλώσσα, καθώς μετέφραζα και ενεργούσα για την έκδοση στη γαλλική γλώσσα των έργων που αγαπούσα ή μ’ ενδιέφεραν, ζούσα μία ζωή όπου δουλειά και απόλαυση είχαν γίνει συνώνυμα. Συνήθως, διάλεγα για να μεταφράζω ή να δουλεύω τα καφενεία στις κάτω γειτονιές της Αθήνας, μακριά από το κέντρο, προς το Θησείο ή το Μοναστηράκι. Δούλευα, εκεί, μέσα στη σπαρταριστή κίνηση της αγοράς, στις φωνές του δρόμου, στις κουβέντες των καφενείων, και όλ’ αυτά σταλάζανε μέσα μου μια καθημερινή, αδελφική μου Ελλάδα. Μερικές φορές έρχονταν και με έβρισκαν φίλοι μου, προς το βράδι, και ξεκινούσαμε για βόλτα στον Άρειο Πάγο ή στου Φιλοπάππου που ήταν γεμάτος από ζευγαράκια. Όπως και με τα ρεμπέτικα, έτσι κι ο κάθε ένας από κείνους τους χρόνους είναι δεμένος μέσα μου με έναν συγκεκριμένο καφενέ, ένα δρόμο, συγκεκριμένες μεριές, το πρόσωπο του γκαρσονιού που ακούμπαγε στο τραπέζι μου τον διπλό μέτριο χωρίς τον οποίο δεν θα μπορούσα να γράψω. Αλλά είχαν αρχίσει να με κυριεύουν συνήθειες που έπρεπε να τις κόψω. Άνθρωπος της πόλης δεν είχα γίνει ποτέ, αλλά το ’νιωθα πώς σε κάθε παραμονή μου, στον κανονικό και εποχιακό ρυθμό των ταξιδιών μου, το αθηναϊκό φθινόπωρο με κέρδιζε σιγανά, αλλά δένοντάς με ολοένα και περισσότερο.


👉 Ο Λακαριέρ, αυτός ο «ξένος» που εκτίμησε βαθιά
τη φτωχική πλευρά του ελληνικού καλοκαιριού




Το Ελληνικό Καλοκαίρι Συγγραφέας:   Ζακ Λακαριέρ Εκδόσεις:   Βασδέκης Μετάφραση: Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή Σελίδες: 344 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Έκα...