Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λήδα Βαρβαρούση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λήδα Βαρβαρούση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 19 Απριλίου 2025


Καλό Πάσχα!

Οι πιο ωραίες ιστορίες για το Πάσχα

Συλλογικό έργο

Εκδόσεις Μίνωας






Πασχαλινή σκανδαλιά

Κείμενο: Λέττα Βασιλείου

Εικονογράφηση: Λήδα Βαρβαρούση


Υπάρχουν καλικάντζαροι το Πάσχα; Μα πώς; Υπάρχουν πασχαλινές αταξίες; Υπάρχουν! Υπάρχουν!
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι η ιστορία η δική μου και της ξαδέρφης μου της Λένης από τα Γιάννενα, όταν ήμαστε παιδιά.
Τότε, πηγαίναμε κάθε Πάσχα στα Γιάννενα για να επισκεφθούμε τη γιαγιά και τον παππού, και όχι μόνο. Βλέπαμε θείους, θείες και ξαδέρφια! Έντεκα αδέρφια έχει η μαμά μου! Για βάλτε τώρα και τα παιδιά τους! Μιλάμε για καμιά εικοσιπενταριά πιτσιρίκια! Θέλετε να προσθέσω και τα δεύτερα ξαδέρφια;


Κι είναι τόσο όμορφα το Πάσχα στο χωριό! Τα χωράφια γεμίζουν παπαρούνες. Τα δέντρα φορτώνονται με όλα τα χρώματα της άνοιξης. Ο αέρας μυρίζει πασχαλιά. Κι όταν οι καμπάνες χτυπάνε κι οι άνθρωποι πάνε στην εκκλησία κρατώντας προσευχητάρια, δεκάδες παιδιά ακολουθούν τους γονείς τους περιμένοντας να τελειώσει πώς και πώς η λειτουργία, για ένα και μοναδικό λόγο. Να παίξουν! Τότε αρχίζει το κρυφτό, μέχρι το βράδυ. Μέχρι να τελειώσει η μαγιάτικη μέρα που μεγαλώνει συνεχώς, λίγο λίγο, κάθε μέρα. Χαρίζοντάς μας λίγο παραπάνω παιχνίδι.
Εκείνη την Κυριακή του Πάσχα, στο σπίτι της θείας Πανωραίας είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Ένα πανηγύρι που χωρούσε



στην αυλή ενός μικρού σπιτιού! Έψηναν αρνιά, έπιναν τσίπουρα και γελούσαν, ενώ στο κασετόφωνο το κλαρίνο συναγωνιζόταν τη φωνή του τραγουδιστή.

Η Λένη τότε είχε μια φαεινή ιδέα:

-Δεν πάμε μέσα, να βρούμε το πιο γερό αυγό; Θα τους νικήσουμε όλους! Πρότεινε κι εγώ συμφώνησα.

Φανταστείτε, λοιπόν. Όλοι έξω στην αυλή, κι εμείς κρυφά μες στο σπίτι, πάνω από το πανέρι με τα κόκκινα γυαλιστερά αυγά της θείας. Δυο μικροί λωποδύτες. Δυο μικροί καλικάντζαροι που ξέφυγαν από άλλη γιορτή. Παίρνουμε δυο αυγά και τα τσουγκρίζουμε.
-Σε κέρδισα! χαίρομαι εγώ.

-Από την άλλη μεριά όμως κέρδισα εγώ! Λέει η Λένη. Για πάμε πάλι!

Ένα αυγό εγώ, ένα η Λένη. Δεύτερο εγώ, δεύτερο η Λένη. Ούτε αυτό γερό. Το τρίτο; Το τέταρτο; Το πέμπτο…




Όρε μάνα! φωνάζει στο τέλος η Λένη στη θεία Πανωραία που μπήκε στην κουζίνα. Τι αυγά είναι αυτά που έκαναν οι κότες; Κανένα γερό!

Το βλέμμα της θείας, όταν αντίκρισε τα σπασμένα αυγά σε όλο το μήκος του τραπεζιού και το πανέρι χωρίς ούτε ένα γερό, δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ!

-Οϊ, οϊ! Τι μου κάνατε βρε ζαλιάρικα! Τι μου κάνατε βρε διαβολεμένα! Πάνε τα αυγά! Τι αυγά θα βγάλω τώρα στον κόσμο;

-Και γι’ αυτό νοιάζεσαι; έρχεται ήρεμη η φωνή της Λένης να διακόψει τις φωνές της θείας και το τρομοκρατημένο μου ύφος. Θα σου βρούμε εμείς αυγά!

Και πιασμένες από το χέρι, τρέχουμε στο διπλανό σπίτι.

-Χριστός Ανέστη, θεία! εύχεται η Λένη στη γειτόνισσα.

 


-Βρε καλώς τα! Χριστός Ανέστη!

Και βγάζει να μας κεράσει ένα μεγάλο στρογγυλό κουλούρι που πάνω του είχε ένα κόκκινο αυγό. Τα μάτια μου άστραψαν όταν κατάλαβα το σχέδιο της Λένης.

-Δε θα φάτε το αυγουλάκι, καμάρια μου; ρωτά η γειτόνισσα.

-Θα το φάμε σπίτι! απαντάμε εμείς και φεύγουμε για το επόμενο σπίτι του χωριού.

-Χριστός Ανέστη, θεία! φωνάζουμε πριν μπούμε μέσα.

Έτσι, γυρνώντας όλο το χωριό, επιστρέψαμε σπίτι φορτωμένες μ’ ένα σωρό κουλούρια κι αυγά μες στα φορέματά μας.

Εκείνο το Πάσχα, τα αυγά που τσουγκρίσαμε στο γιορτινό τραπέζι ήταν τα πιο γερά! Αλλά το δικό μου και της Λένης αυτά που κέρδισαν. Ξέρετε γιατί;

Γιατί ήταν τα αυγά μιας μεγάλης σκανδαλιάς! Τα αυγά όλου του χωριού στη μεγάλη γιορτή της αγάπης!




Πάσχα με τουφεκιές

Κείμενο: Κίρα Σίνου

Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης


Την ξέρεις εκείνη την κακή συνήθεια, έθιμο όπως το λένε μερικοί, όταν στις μεγάλες γιορτές ρίχνουν βαρελότα ή τουφεκιές; Κακή, δε λέμε τίποτα. Κάκιστη. Για να καταλάβεις, θα σου πω μια ιστορία να δεις τι κοντέψαμε να πάθουμε εμείς.

Πάσχα. Η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας. Από τη Μεγάλη Πέμπτη είχαμε βάψει τα κόκκινα αυγά, η μαμά κι εγώ. Δηλαδή εκείνη τα έβαψε κι εγώ τα έτριψα με ένα πανί ποτισμένο με λάδι για να γυαλίσουν. Από νωρίς το Μεγάλο Σάββατο έβρασε η μαμά μια μαγειρίτσα μούρλια. Εγώ ψιλόκοψα τα μαρούλια. Το βράδυ, έστρωσα το τραπέζι με το καλό σερβίτσιο κι έβαλα στη μέση ένα βάζο με πασχαλιές που γέμισαν με το άρωμά τους ολόκληρο το σπίτι.

Ύστερα ξεκινήσαμε για την εκκλησία να κάνουμε Ανάσταση. Έξω από την εκκλησία είχε μαζευτεί κόσμος και λαός. Όλοι με τα γιορτινά τους, με μια λαμπάδα στο χέρι. Περίμεναν να ακούσουν τον παπά να αναγγέλλει πως ο Χριστός αναστήθηκε, για να πάρουν το φως από το διπλανό τους και να ανάψουν το κερί τους.




Περιμέναμε κι εμείς να ανοίξει η πόρτα της εκκλησίας και να βγει ο παπάς. Και να τος που φάνηκε, με τα άσπρα και χρυσά του άμφια. Δεν πρόλαβε να ψάλει το «Χριστός Ανέστη» κι άρχισε μια φασαρία που δεν περιγράφεται. Τα μπαμ και τα μπουμ, που έκαναν οι τουφεκιές και τα βαρελότα, ήταν φοβερά! Ούτε πόλεμο να είχαμε!

Φύγαμε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν είχαμε τη διάθεση να βλέπουμε τα βαρελότα να σκάζουν ολόγυρά μας. Με τις αναμμένες λαμπάδες στα χέρια τραβήξαμε για το σπίτι, προφυλάγοντας με τη χούφτα μας τη φλόγα, μη σβήσει από το αεράκι που είχε αρχίσει να φυσάει. Σε όλο το δρόμο, οι τουφεκιές δε σταμάτησαν στιγμή.

Όταν φτάσαμε, ο μπαμπάς στάθηκε εμπρός στην πόρτα και με την κάπνα του κεριού ζωγράφισε ένα σταυρό από πάνω της.

Η μαμά αυγόκοψε τη μαγειρίτσα και καθίσαμε να φάμε. Ο μπαμπάς πήρε ένα κόκκινο αυγό.

-Έλα να τσουγκρίσουμε, αγάπη μου, είπε τρυφερά στη μαμά.

Κρακ! έκανε το τσόφλι του αυγού της μαμάς και την ίδια στιγμή αντήχησε ένας άλλος κρότος. Ήταν δυνατός και απότομος. Μια βροχή από θρύψαλα γυαλιού άρχισε να πέφτει από ψηλά. Ακούστηκε ένα άλλο «τσακ!» κι ένα κομμάτι από το πιάτο της μαμάς πετάχτηκε στον αέρα!

Μείναμε κι οι τρεις με το στόμα ανοιχτό.

-Τι ήταν αυτό; μπόρεσε να αρθρώσει ο μπαμπάς.

-Πώς έσπασε; Δεν καταλαβαίνω τίποτα, είπε η μαμά, δείχνοντας το πιάτο της.

-Κι αυτά τα γυαλιά, πρόσθεσα εγώ, από πού έπεσαν;

Ο μπαμπάς σηκώθηκε από το τραπέζι για να καλοδεί τα θρύψαλα στο πάτωμα. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι του, έβγαλε μια φωνή κι έδειξε με το δάχτυλο. Το τζάμι στο παραθυράκι πάνω από την εξώπορτα ήταν σπασμένο. Στη μέση είχε μια μεγάλη στρογγυλή τρύπα, ενώ ολόγυρά του είχε σχηματιστεί ένα σχέδιο από χαραματιές, που έμοιαζε με ιστό αράχνης.

Σηκώθηκα να βρω κάτι που θα μπορούσε να μας δείξει τι είχε συμβεί.

Γυαλιά, γυαλιά παντού. Ψιλά, ψιλά θραύσματα. Να και το κομμάτι από το πιάτο της μαμάς. Κρίμα στο καλό σερβίτσιο που το φύλαγε σαν τα μάτια της!





Ξαφνικά, ανάμεσα στα γυαλιά είδα ένα πραγματάκι να γυαλίζει. Έσκυψα και το μάζεψα. Ήταν ένα κομματάκι μέταλλο.

-Μπαμπά, κοίτα τι βρήκα!

-Για να δω, είπε ο μπαμπάς και πήρε το κομματάκι μέσα από τη φούχτα μου. Έμεινε κατάπληκτος.

-Σφαίρα από όπλο! Πώς βρέθηκε τέτοιο πράγμα σπίτι μας; φώναξε.

-Σφαίρα είπες; Ρώτησε η μαμά κι άπλωσε το χέρι της να την πάρει. Έχεις δίκιο. Σφαίρα είναι. Ξέρω πως βρέθηκε εδώ. Πρέπει να είναι αυτή που κομμάτιασε το τζάμι κι έσπασε το πιάτο μου.

-Δηλαδή κάποιος θέλησε να μας σκοτώσει; τρόμαξα εγώ.

-Κανένας δε θέλησε να μας σκοτώσει, είπε ο μπαμπάς. Ακούσατε την κοσμοχαλασιά που γίνεται έξω με τις τουφεκιές και τα βαρελότα. Αυτή η σφαίρα ξέφυγε τυχαία και χτύπησε το παραθυράκι της εξώπορτας. Έσπασε το τζάμι, μπήκε στο χολ και βρήκε στο πιάτο σου. Ευτυχώς που χτύπησε το πιάτο κι όχι εσένα, Κατερίνα. Είχες τύχη βουνό! Λίγο πιο πέρα να έπεφτε, θα σε τραυμάτιζε ή θα σε σκότωνε. Ο Χριστός, που αναστήθηκε, σε φύλαξε από μεγάλο κακό!

-Αύριο κιόλας θα πάω να ανάψω ένα μεγάλο κερί στο εικόνισμά Του, είπε η μαμά κι έκανε το σταυρό της. Παρά τρίχα…

-Πραγματικά παρά τρίχα, είπε ο μπαμπάς. Τι να πω γι’ αυτόν τον ανόητο που την έριξε; Πόσοι άνθρωποι μένουν τυφλοί ή ανάπηροι απ’ αυτές τις μπαλωθιές και πόσοι σκοτώνονται, γιατί σε μερικούς αρέσει να ακούνε τον κρότο που κάνει ο πυροβολισμός ή το βαρελότο! Και καμαρώνουν κιόλας γι’ αυτό! Να χρησιμοποιούσαν τουλάχιστον άσφαιρα πυρά! Επιμένουν να γεμίζουν το όπλο τους, κι όποιον πάρει ο χάρος.

Εκείνο το Πάσχα με τις τουφεκιές δε θα το ξεχάσουμε ποτέ. Αλήθεια σας λέω!




1η Μαΐου -  Καλό μήνα! Η ομορφιά των λουλουδιών