Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χαρούλα Βερίγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χαρούλα Βερίγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024


Ζωή Δικταίου





Η θύμηση της ομορφιάς του φθινοπώρου


Η θύμηση της ομορφιάς του φθινοπώρου

όταν το διάχυτο φως καταργεί τις σκιές,

αντανακλάσεις χρυσαφένιες μαστιγώνουν την ώχρα,

στα μάτια δάκρυα.

Θα παραδοθείς

κι αυτή τη φορά στα παιχνίδια της μνήμης

και στο βάθος της αλήθειας

ένα κερί αναμμένο στο παράθυρο.

Μεσάνυχτα, έρχεται αθόρυβα η σιωπή.

Ρωτάς τι είναι η θλίψη…

Φωνή τρεμάμενη.

Το μέλλον μιας μελαγχολίας ψιθυρίζω.

Αύριο…

Δεν ακούς.

Αύριο, θα αργήσει η αυγή.

Τη φλούδα του κορμιού απειλεί ο θάνατος.

Ξημέρωμα, στις όχθες της λίμνης συνάψαμε ανακωχή.

Ποιος ετοιμάστηκε να δρέψει τον καρπό,

έχει τόση ομίχλη η λίμνη.

Κόκκινα μήλα,

κάτω απ’ τον έμπυρο ουρανό αθάνατα.

Στο όνειρο της επιστροφής

ένα παράθυρο αντίκρυ στον ήλιο.

Το άλλο στην άβυσσο.

Μύστες μιας πανάρχαιας προσευχής.

Ο προαιώνιος χορός των χρωμάτων

κρεμεζί και σμαραγδένιο, σιντεφένιες διαφάνειες,

Εικόνες καινούριες θέματα παλιά

τόσο γνώριμα κάτω απ’ την πρώτη βροχή.

Η ίδια υπόσχεση ξανανθίζει στα λόγια του χτες.

Σε διαδρομές μοναχικές ξαναγυρνούμε ταξιδιώτες,

αθέατοι οδοιπόροι της Αγάπης.

Οι άγγελοι διστακτικοί, ξεμάκρυναν

ακολουθώντας άλλο καραβάνι.

Στο σεληνόφωτο του Έρωτα ρότα αιώνια,

κλείνεις τα μάτια αφήνεσαι

κοιμάσαι μα δεν ονειρεύεσαι,

κάτι απ’ τον εαυτό σου έχεις αφήσει,

ένα άγγιγμα στο σπασμένο καθρέφτη

κι ένα βλέμμα δυσπιστία γεμάτο.

Άδεια η καρδιά από αμαρτίες, καίγεται.

Με τα φτερά της αθωότητας κι εσύ

Θα φύγεις… Αύριο.



Ένα μικρό κυκλάμινο

Ένα μικρό κυκλάμινο

μπροστά στην υψικάμινο

υψώθηκε με φόρα.

Ούτε καπνό λογάριασε

το χρώμα του, όλο άπλωσε

κόντρα στα τροχοφόρα.

Εγείρει επανάσταση

μέσα του η ανάσταση

κι η γλύκα του παράπλευρη

στην πίκρα του τσιμέντου

μ’ άρωμα φρεσκαμέντου.

Κι η τύχη του, η τετράπλευρη

μ’ ένα ψηλό κολάρο,

απάνω στο φουγάρο

πετάχτηκε και κάθισε

κι η νύχτα παραστράτησε

κι έγειρε το φεγγάρι

στο πιο ψηλό φανάρι.

Στα περιβόλια τ’ ουρανού

τα μάγια σκόρπισαν του νου

και τ΄ όνειρο αγορεύει.

Γελά και το κυκλάμινο

μπροστά στην υψικάμινο

κι άλλο χορό χορεύει.

Ήρθε ένας γλάρος απ’ αλλού,

από την άκρη του γιαλού

και διαλαλούσε νέα.

Κυρά μεγάλη αρχόντισσα

στα Κύθηρα γειτόνισσα ,

η ωραία Σεμπρεβίβα

που δεν φοβάται λίβα.

Ανθούς εστρατολόγησε

στου Έρωτα τη μάχη

δεν πέφτει όποιος λάχει.

Έρωτας Μάγος, ναυαγεί

κι ανοίγει πάλι η πληγή

κυκλάμινο ετοιμάσου

έρχεται η σειρά σου.

Όλα τα αφανέρωτα,

από το αχ, του Έρωτα

τα έφερε μια μπόρα.

Μέσα στη δυνατή βροχή

ξένη ψυχούλα μοναχή

κυλάει στην κατηφόρα.




Πεσμένα του Σεπτέμβρη φύλλα

Νύχτες που λιώνει το αλάτι

πάνω στην κόψη τής ψυχής

στη απουσία σου, το κάτι

από το χάδι τής βροχής

μα δε φοράω τα καλά μου

κι ήρθες κι απόψε μοναξιά

ώρες που λιώνει το φεγγάρι

να μού κρατήσεις συντροφιά.

Πάλι τ’ αδιάβαστα σημάδια

στην καταιγίδα τ’ ουρανού

δεν γύρεψα ποτέ, άλλα χάδια,

εσύ είσαι πάντα μες το νου,

καινούριο κάλεσα σκοτάδι

στην άβυσσο του, έχω χαθεί,

«η Αγάπη», έλεγες θυμάμαι,

μιλά μόνο με την αφή.

Να δραπετεύσω από τη λύπη

Αύριο… η δυνατή κραυγή

στη νοσταλγία και στη σκέψη

θα σβήσει τ’ άστρο την αυγή,

δεν αντιστέκομαι στη φύση

μου φτάνει αυτό που έχω ζήσει

κι ότι ποθώ, ποτέ δεν φτάνω

μέσα απ’ τα χέρια μου, το χάνω.

Πεσμένα τού Σεπτέμβρη φύλλα

πάντα με πιάνει ανατριχίλα

γραμμές στο πρόσωπο ρυτίδες,

δεν θέλω άλλες ηλιαχτίδες

ψεύτικα αισθήματα τού κόσμου

με την εικόνα σου, εντός μου

και δυο – τρεις λέξεις στο συρτάρι

φοβάμαι, αυτά που μου έχεις πάρει.



Στου Οκτώβρη τη λήθη


Βρήκα δυο φιλιά

στην τριανταφυλλιά.

Στης καρδιάς σου το κύμα

στης μορφής σου το σχήμα,

ο Οκτώβρης με φέρνει

κι ότι έχω, εκεί γέρνει

με τη θύμηση μόνο

μετράω το χρόνο,

στη δική σου ιστορία

με την ίδια απορία.

Στη σιωπή θα με βρεις,

τι μπορείς να μου πεις;

Η αγάπη είναι φύλλα

και γλυκιά ανατριχίλα.

Όλα αυτά, που φοβάμαι

και ακόμη λυπάμαι,

στα μεγάλα ταξίδια

όλα έμειναν ίδια.

Μόνο εσένα δεν έχω

μα και πάλι αντέχω.

Ανατέλλεις με λέξεις

είσαι σ’ όλες τις σκέψεις,

με τα άλυτα μάγια,

στης ψυχής τα καρνάγια.

Πώς ν’ αγγίξω ουρανό;

Στην καρδιά το κενό

έλα, κάτι, απόψε να γίνει

να γελάς, με τη νέα σελήνη.

Στου Οκτώβρη τη λήθη

ακριβό παραμύθι.

Ζωγραφίζω σκουριές

μόνο εσύ, δεν μου φταις.

Απ’ του νου τα σοκάκια

αντιγράφω στιχάκια

και στον έρημο δρόμο

με μαντήλι στον ώμο,

περπατώ από ώρα

ν’ ανταμώσω τη μπόρα.

Είμαι μόνη, χωρίς…

Και βραδιάζει νωρίς.



Να σε ονειρεύομαι σαν να 'σαι εδώ


Κάποιον Οκτώβρη, δεν με πίστεψες

Ήσυχες ώρες,

σ’ αυτή την πλατεία που αντηχεί η ζωή

κοιτάζεις, άδεια μάτια,

χωρίς απαίτηση να διακρίνεις

κάτι οικείο στον ορίζοντα.

Ξέρεις όμως καλά,

το νερό, αποκτά άλλο νόημα, όταν διψάς.

Με ευπρεπείς τρόπους, περνά ο άνεμος

από τα σπασμένα παράθυρα,

όταν, ο χρόνος ψιθυρίζει με συγγενική ενοχή,

στη σκουριά, πρόθυμος,

να συμμετάσχει στην ελεύθερη διάβρωση

μ’ αυτή την απόλυτη οικειότητα

που ονομάζεται,

στην κόψη του καιρού, Αγάπη.

Μάτια, κεντημένα με στάχτες,

μελαγχολικές σκιές,

στη βραδινή μοναξιά

κάθε αναπνοή, μια μαχαιριά.

Σκεπάζει η σιωπή, τον πόνο

και τα γυάλινα βλέμματα.

Χειμωνιάτικο φανάρι το φεγγάρι στη θάλασσα

κι ας είναι Αύγουστος,

την ώρα που το φως φλερτάρει

με τις ψεύτικες ανεμώνες στο παράθυρο

και λικνίζονται οι φλόγες στα κεριά,

ξορκίζεις αυτά που φοβάσαι, σε ένα φιλί.

Μα πώς γίνεται…

ονειρεύεσαι ακόμη, ταξίδια, μακρινά πέλαγα,

έχεις ξεχάσει τη γεύση της αλμύρας,

την αφή της θάλασσας στα μάτια,

την ασυγχώρητη πληγή.

Τώρα, τα φλογισμένα σύννεφα πάλιωσαν

και πέρασαν.

Μένεις ατάραχος,

καθηλωμένος στη γνώση του τίποτα

κι ας φέγγει ο κόσμος γιασεμιά.

Άλλη μια νύχτα, σαλπάροντας στην ουτοπία,

ζητάς μια ευκαιρία, να ξεφύγεις

απ’ την παγίδα της καρδιάς.

Ανείπωτοι φόβοι στην τρικυμία του νου,

μεθυσμένη η ψυχή,

στη ρότα της Ανατολής σβήνεις στιγμές

φοινικιές, κέδρα, έρημος…

Αύριο…

Σ’ ένα τελετουργικό χορό

με καινούρια αισθήματα

ένα δάκρυ, παγωμένο ενθύμιο

στον ραγισμένο καθρέφτη.

Κρυφογελάς με νόημα στην αθωότητα

και στην αφέλεια του έρωτα

χωρίς να ανταλλάσσονται λέξεις.

Τα ξένα σώματα,

πώς γίνονται ένα

όταν,

ο χρόνος ψιθυρίζει με συγγενική ενοχή.

«Δεν έχω λόγια…

Μόνο κυκλάμινα», ψιθύρισες,

Ένα σύννεφο θαλασσοπούλια,

πέταξαν μακριά, κάποιον Οκτώβρη

δεν με πίστεψες.

Μα, ο κόσμος φέγγει ακόμη γιασεμιά.


Από την ποιητική συλλογή

«Αύριο, στάχυα οι λέξεις»







Ζωή Δικταίου: Γεννήθηκα στον Άγιο

 Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και

 μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του

 Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα

 πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα

 δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με

 έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα

 τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός

 Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής

 Εκπαίδευσης.

     Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα

 φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα

 μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της

 θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα

 βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του

 παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω,

 ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή

 και τον θάνατο, έτσι και γράφω.

 Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη

 που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω

 στην αγάπη.

     Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω

 πάντοτε στην ποίηση. Ως «Χαρούλα

 Βερίγου»
γοητεύομαι από τη μνήμη της

 Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης.

 Ως «Ζωή Δικταίου» επιστρέφω την

 ευγνωμοσύνη μου στο Ιόνιο φως και στη

 βροχή.

     Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον

 Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη

 Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον

 Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο

 Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή

 Καστρινό.












Ζωή Δικταίου 👉   Ποιητικό αφιέρωμα στο φθινόπωρο της Ζωής Δικταίου Η θύμηση της ομορφιάς του φθινοπώρου Η θύμηση της ομορφιάς του φθινοπώρο...