Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024



Χριστουγεννιάτικες και
 Πρωτοχρονιάτικες αναμνήσεις


👉 “Κάθε Παραμονή”
της Δήμητρας Τράκα


23 Δεκέμβρη και κάθε χρόνο μόλις βράδιαζε για τα καλά, ξεκινούσε ένα τελετουργικό θαρρείς, που περίμενα πώς και τι, για να το ζήσω. Καθαρές πιζάμες πάνω στο κρεβάτι και καθαρά ρούχα, όμορφα διπλωμένα πάνω στο γραφείο μου. Στο πλάι τους, προσεκτικά ακουμπισμένο το μεταλλικό τρίγωνο, που σίγουρα ανυπομονούσε όπως κι εγώ, να ηχήσει στα χέρια μου.

Πρώτα μπάνιο, μετά δείπνο και γρήγορα να χωθώ μέσα στο ζεστό πάπλωμα, μπας και βιαστεί η νύχτα και περάσει. Κι όλο το βράδυ έκανα σχέδια, πώς θα μπορούσα να τραγουδήσω φέτος σε περισσότερα σπίτια με τη φίλη μου, για να μαζέψουμε πιο πολλά λεφτά. Τι να τα κάνω; Να αγοράσω καλύτερο δώρο στη μαμά μου από πέρυσι, που γιορτάζει τα Χριστούγεννα.

Από τα αξημέρωτα στο πόδι και ντυμένες με τα πιο χοντρά πανωφόρια μας, ξεκινούσαμε με την παιδική μου φίλη και περπατούσαμε σε όλες τις γύρω γειτονιές και ψέλναμε τα κάλαντα των Χριστουγέννων, με όλη μας την ψυχή, μέχρι να φτάσουμε και στο τελευταίο πιο μακρινό σπίτι και να εξαντλήσουμε τις δυνάμεις μας, κρύβοντας τα παγωμένα χέρια μας μέσα στις τσέπες.

Κι αφού σε μια γωνιά του δρόμου κρυμμένες μετρούσαμε τα κέρδη μας, με περηφάνια για το κατόρθωμά μας, κινούσαμε για το μαγαζάκι με τα καλλυντικά και τα στολίδια, για να διαλέξουμε το πιο όμορφο δώρο για τις μαμάδες μας! Και κάθε χρόνο σαν επιστρέφαμε από τα κάλαντα, το στολιδάκι φάνταζε σαν το πιο πολύτιμο δώρο για εκείνες. Το φτηνό, το ψεύτικο ήταν πάντα για εκείνες ο πιο πολύτιμος θησαυρός!

Παγωμένη ακόμα, έτρεχα να τρυπώσω στην κουζίνα, που οι ευωδιές ξεχείλιζαν, να δοκιμάσω από όλα τα ωραία που ετοίμαζε η μαμά μου. Γιατί δεν ήταν μόνο όσα έφτιαχνε για το δείπνο της παραμονής ή για τα γλυκίσματα που έτσι κι αλλιώς θα μας κερνούσε όπως πάντα, ήταν και οι ετοιμασίες για το μεγάλο τραπέζι των Χριστουγέννων, που όλη η οικογένεια σύσσωμη θα κάθονταν τριγύρω.

Για ελάχιστους λόγους μπορούσες να με ξεβολέψεις από τη ζεστασιά του παπλώματος, γιατί όπως και τώρα ακόμα, λατρεύω τον πρωινό ύπνο. Ένας από αυτούς ήταν ότι από την παραμονή των Χριστουγέννων, στα μάτια μου όλα φάνταζαν μαγικά!

Από παιδί θυμάμαι τη μητέρα μου να λείπει τα πρωινά από το σπίτι, μέχρι τουλάχιστον να γεννηθεί η αδερφή μου, επειδή εργάζονταν. Πάντα μα πάντα όμως την παραμονή ήταν εκεί! Να με ξυπνήσει, να με περιποιηθεί, να με φροντίσει, να με ξεπροβοδίσει για τα κάλαντα, να με υποδεχτεί όταν γυρίσω, να με κεράσει το πρώτο της μελομακάρονο και να μοιραστεί μαζί μου τα μυστικά της κουζίνας της. Κι όταν την ρωτούσα πώς γίνεται και τα φαγητά της είναι τόσο νόστιμα πάντα και πώς καταφέρνει να δημιουργεί τόσα πολλά ωραία πράγματα, για τόσα πολλά άτομα, εκείνη μου έλεγε ότι ένα είναι το μυστικό της επιτυχίας και θα το καταλάβω σαν μεγαλώσω και θα ετοιμάσω το πρώτο μου γιορτινό τραπέζι στο δικό μου σπίτι.

Δεν μου το ομολόγησε ποτέ τούτο το μυστικό, αλλά με άφησε να το ανακαλύψω μόνη μου, ύστερα από πολλά χρόνια. Κι όταν είδε γεμάτο το πρώτο τραπέζι στο δικό μου σπίτι και γεύτηκε όσα μαγείρεψα, ενώ όλο τον χρόνο δεν με είδε ποτέ κανείς να χρησιμοποιώ την κουζίνα μου, τότε με ρώτησε ποιο είναι το δικό μου μυστικό και τα έκανα όλα τόσο ωραία.

«Δεν υπάρχει μυστικό, αλλά κάθε τι φτιαγμένο στο τραπέζι μου είναι δημιούργημα αγάπης προς όλους εκείνους που θα καθίσουν γύρω του» της απάντησα εντελώς φυσικά.

«Άρα το έμαθες μόνη σου το μυστικό» μου απάντησε και χαμογέλασε με υπερηφάνεια.

Η μαγεία των γιορτών όμως δεν σταματούσε εκεί…

Τρεις φορές, τις τρεις παραμονές δηλαδή το βράδυ, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα, πριν ξεκινήσουν τα τραπέζια ο παππούς μου άναβε το θυμιατό και θυμιάτιζε το φαγητό μας, τα εικονίσματα και ξεκινούσε αυτό που περιμέναμε να ζήσουμε με λαχτάρα. Το κυνήγι του καλικάντζαρου!

Έπαιρνε ο παππούς λοιπόν το θυμιατό κι έψαχνε σε όλο το σπίτι, σε κάθε απίθανη γωνιά του, να βρει τα καλικαντζαράκια, με σβηστά τα φώτα για να τα εντοπίσει από τα κόκκινα ματάκια τους που λάμπουν στο σκοτάδι και να τα κάψει στην ουρίτσα, να φοβηθούν και να μη γυρίσουν πίσω. Και τις τρεις παραμονές, το ίδιο πανηγύρι. Φωνές, γέλια, τσιρίδες, τρεχαλητό και ανάστα το σπίτι ολόκληρο να διώξουμε τους καλικάντζαρους, μη τυχόν μας φάνε τα φαγητά και μας χαλάσουν το δέντρο.

Κι όταν τελείωνε το έθιμο αυτό και κυνηγούσαμε μέχρι την αυλή τον καλικάντζαρο, σαν επιστρέφαμε μέσα, ο μπαμπάς είχε φροντίσει για τη συνέχεια. Κάτω από το δέντρο, ο Άγιος Βασίλης είχε αφήσει ένα μεγάλο σωρό από κουτιά. Περνούσε λέει από κάθε σπιτικό και άφηνε τα δώρα των παιδιών νωρίς, πριν κοιμηθούν, τα Χριστούγεννα. Γιατί την Πρωτοχρονιά, δεν προλάβαινε και μοίραζε τα δώρα το ξημέρωμα και τα βρίσκαμε το επόμενο πρωί.

Αυτός ο Άγιος Βασίλης πάντα ήξερε τι θέλαμε και αγαπούσαμε περισσότερο, αφού μας έβλεπε από μακριά που ήμασταν τα καλύτερα παιδιά!

Η νύχτα έκλεινε με την οικογένεια χαρούμενη γύρω από το τραπέζι, μέχρι αργά, μέχρι να κουραστεί και ο τελευταίος. Τότε η γιαγιά έλεγε «Άφησε νύφη το τραπέζι όπως είναι, να έρθει κι ο μικρός Χριστός να φάει να χορτάσει, απόψε που γεννήθηκε. Βάλε και μπόλικα φρούτα και λεφτά, να είναι όλο το χρόνο γεμάτο το σπιτικό σας παιδιά μου κι ευλογημένο!»

Έβγαζε ο παππούς το πορτοφόλι του και το ακουμπούσε στην κεφαλή του τραπεζιού, έβγαζε κι ο μπαμπάς μας το δικό του και το άφηνε στην άλλη άκρη. Μάζευε η μητέρα μου τα άδεια πιάτα κι έβαζε ένα καθαρό για τον Χριστό να φάει να χορτάσει, αλλά δεν έπαιρνε κανένα φαγητό από το τραπέζι, ούτε καν το ψωμί.

Το επόμενο πρωί, που τα μάτια άνοιγαν με δυσκολία, το μυαλό μας ήταν στα δώρα που περίμεναν όλο το βράδυ. Όλα στρωμένα καθαρά και συμμαζεμένα. Η μάνα είχε σηκωθεί από το χάραμα και είχε τακτοποιήσει τα πάντα. Είχε πιει τον πρωινό της καφέ και όσο οι υπόλοιποι ακόμα χουζούρευαν, εκείνη είχε βάλει ήδη μπρος τις κατσαρόλες, τα τηγάνια και τα ταψιά στον φούρνο.

Κάθε Χριστούγεννα για εμάς είναι η γιορτή της μητέρας. Το γιορτινό της τραπέζι είναι ακόμα πιο μεγάλο από της παραμονής, το οποίο να πούμε ότι είναι πάντα νηστίσιμο, αλλά πλούσιο. Τι θες και δεν φτιάχνει! Τι θες και δεν είναι φορτωμένο!

Είμαι σαράντα τριών ετών και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μόνο μία φορά δεν έγινε τούτο το τραπέζι. Κι εκείνο, από σεβασμό σε μια άλλη αγαπημένη μας μητέρα που έπρεπε να αποχαιρετήσουμε εκείνη την ημέρα…

Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα κι αν ζήσουμε, όσο κι αν κλάψουμε, όσο κι αν χαρούμε, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της μαμάς, που τώρα πια είναι η γιαγιά, θα είναι πάντα έτοιμο στρωμένο. Ο δικός μας Άγιος Βασίλης, που είναι ο σύζυγός μου, θα φροντίζει πάντα να αφήνει τα δώρα του. Ο παππούς, που τώρα πια είναι ο δικός μου μπαμπάς, θα κυνηγά με τον εγγονό του τα καλικαντζαράκια. Τα αδέρφια μας, θα είναι πάντα κοντά μας, να συνεχίσουμε αυτά που αγαπήσαμε από παιδιά. Κι εγώ, ναι εγώ, μαμά πια, θα ετοιμάζω πάντα το τραπέζι, της Πρωτοχρονιάς όμως κι όχι εκείνο των Χριστουγέννων, μαγειρεύοντας με το ένα και μοναδικό μυστικό. Την αγάπη!

Καλές γιορτές, με υγεία, αγάπη και πολλά πολλά χαμόγελα,  κοντά σε όσους αγαπάμε!!!!


👉 "Πρωτοχρονιάτικη Ανάμνηση"
της Ελένης Κοφτερού


Δεν ξέρω αν ενδιαφέρουν κανέναν οι αναμνήσεις μου, αυτές οι επίμονες επισκέπτριες που έρχονται και ξανάρχονται και δε θέλουν με τίποτε να  παγώσουν στις κρύες κάμαρες της λήθης… Κι ας μην τις καλοδέχομαι πολλές φορές κι ας μην τους έχω φερθεί και πολύ ευγενικά αφού μοστράρουν προκλητικά την ομορφιά, την ξενοιασιά και την αθωότητά τους υπογραμμίζοντας την αντίθεση με τωρινές διαθέσεις και συναισθήματα.

Μια τέτοια λοιπόν ανάμνηση - στολίδι  που  δεν ξεθωριάζει με τίποτε,  εμφανίζεται σε ανύποπτο χρόνο, καμιά φορά εκεί που γράφω  ένα έγγραφο στη δουλειά, ή όταν φτιάχνω καφέ ελληνικό, θρονιάζεται επιδεικτικά στο μυαλό μου  κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς  και δεν το κουνάει με τίποτε...

Κάποιες χρονιές, προσπάθησα να τη διώξω, δεν είχα χρόνο για νοσταλγικές βόλτες, αλλά αυτή αρνήθηκε πεισματικά..

Όμως όσο μεγαλώνω την αγκαλιάζω όλο και πιο σφιχτά, παίζω μαζί της,  την ξαναπλάθω στο μυαλό μου κι αυτή στάζει  μελένιο σιρόπι από μπακλαβά, στους γευστικούς μου πόρους και με ξεκουφαίνει μια αιχμηρή μελωδία από τσιγγάνικα κλαρίνα…

Παραμονή Πρωτοχρονιάς λοιπόν του 1983 στο σπίτι μας επικρατούσε ο γνωστός πανικός της ελληνικής οικογένειας για την προετοιμασία της βασιλόπιτας, ενός μπακλαβά που ήταν  ήδη στο φούρνο και το σιρόπι του έβραζε στο μάτι της κουζίνας, καθώς  και του ψητού για το βραδινό φαγητό. Η μαμά  κυρίως   τον είχε τον πανικό, ο μπαμπάς τη βοηθούσε χωρίς αυτόν, ενώ εγώ σκεφτόμουν πώς να φύγω  απ’ το σπίτι, για να τρέξω  να επενδύσω σε σκουλαρίκια τα λεφτά που είχα πάρει από τον μπαμπά μου με το πρόσχημα ότι θα του πω τα κάλαντα.

Το παιχνίδι με τα κάλαντα ήταν στημένο χρόνια πριν και παίζαμε καλά τους ρόλους μας με αγάπη και τρυφερότητα..  Ξεγελούσαμε τον μπαμπά τα τελευταία χρόνια ότι θα του τραγουδήσουμε   τα κάλαντα αφού πρώτα μας δώσει τα λεφτά… όταν εκείνος τα έβγαζε με χαμόγελο από ένα μικρό πορτοφολάκι,  τα αρπάζαμε κυριολεκτικά απ’ το χέρι του χωρίς να του τα τραγουδήσουμε  μετά, με το πρόσχημα ότι ήμαστε ολόκληρες γαϊδούρες πια…Στο τέλος ξεσπούσαμε όλοι σε γέλια.

Όσο ετοιμαζόμαστε με την αδερφή μου, βάζοντας το πρώτο λιπ γκλος που είχαμε αποκτήσει και νιώθαμε φοβερές ντίβες που τα ξερά από το κρύο χείλη, έλαμπαν με γεύση φράουλας, ακούσαμε τα  Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, να διαπερνούν το χειμωνιάτικο μεσημέρι, μ’ έναν ήχο δεσποτικό και αγέρωχο και ταυτόχρονα  τρυφερό και μελωδικό, από   τέσσερις τσιγγάνους  με κλαρίνα κι ένα τεράστιο ταμπούρλο που περνούσαν κάτω από το σπίτι μας.

Αυτό συνέβαινε  σχεδόν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς στη Θεσσαλονίκη και ο μπαμπάς,  πάντα έβγαινε στο μπαλκόνι να τους ρίξει ένα πενηντάρικο ή κατοστάρικο, ενώ η μαμά τις περισσότερες φορές προφασιζόταν μια δικαιολογία όχι γιατί δεν ήθελε να τους δώσει, αλλά πιο πολύ γιατί ένιωθε  αμήχανα  να την βλέπουν οι γειτόνισσες να πετά τα λεφτά από το μπαλκόνι.

Βγαίνει λοιπόν ο μπαμπάς μου  εκείνη τη μέρα με ένα κατοστάρικο που το είχε πιάσει  μ’ ένα μανταλάκι για να μην το πάρει ο αέρας…(τα άκουγε απ’ τη μάνα μου και για τα μανταλάκια που χαλούσε), αλλά δεν τον πείραζε καθόλου. Κάθεται στην άκρη της βεράντας και προσπαθεί  να συνεννοηθεί με το βλέμμα του με τον μικρότερο που κρατούσε το ντέφι και μάζευε τα λεφτά... Εγώ τον παρακολουθούσα από την  μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα  και κυριολεκτικά έμεινα με το στόμα ανοιχτό  όταν τον άκουσα να μιλάει με τον τσιγγάνο:

-Ναι εγώ είμαι, έλεγε... Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω!! Ελάτε επάνω να σας κεράσω έναν   καφέ!!

Έπαθα την πλάκα  μου!!... “Τι λέει τώρα”  σκέφτηκα…μα είναι σοβαρός; θα φωνάξει τους τσιγγάνους  για καφέ; θα τον κράξει η μαμά... έχει ένα σωρό δουλειές…

Σε ελάχιστα λεπτά οι μελαμψοί  καλανταδόροι έφτασαν στην πόρτα του σπιτιού μας... Πάρκαραν απ’ έξω το τεράστιο ταμπούρλο, ενώ τα κλαρίνα μπήκαν μέσα μαζί με τους ιδιοκτήτες τους... Όπως το είχα προβλέψει, η μαμά έγινε πυρ και μανία αλλά μπροστά τους ήταν πολύ ευγενική... Προφασίστηκε μια δουλειά και βγήκε για ψώνια. Οι τσιγγάνοι κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας και τα πρόσωπά τους κυριολεκτικά έλαμπαν από χαρά...

-Κανένας μέχρι τώρα δεν μας έχει φωνάξει στο σπίτι του, έλεγαν  στον μπαμπά μου  που αποδείχτηκε παλιός γνωστός του μεγαλύτερου, αυτού με το ταμπούρλο...

Δε μπορείς να φανταστείς πόσο σημαντικό είναι αυτό για μας του έλεγαν και του ξανάλεγαν... Ο μπαμπάς δεν είπε τίποτε, μόνο  χαμογελούσε κι  έφτιαχνε τους καφέδες δυο - δυο... πρώτα τους σκέτους, μετά τους μέτριους...

Εγώ και η αδερφή μου παρακολουθούσαμε  απ’ το χολ... δεν μπορώ να θυμηθώ  αν αυτό που με κρατούσε να μην μπω στη κουζίνα ήταν ντροπή  ή φόβος να μη χαλάσω τη χαρούμενη στιγμή τους, την αληθινή ανθρώπινη επικοινωνία που είχαν εκείνη τη στιγμή όταν του εύχονταν να είναι γερός κι ευτυχισμένος ρουφώντας τόσο δυνατά την πρώτη καυτή γουλιά απ’ τον καφέ τους που μου φάνηκε σα  να ροχάλιζαν...

Σε λίγα λεπτά φύγαμε τελικά με την αδερφή μου προς αναζήτηση ασημένιων σκουλαρικιών κι ενός αληθινού κραγιόν σε ροζ απαλό μήπως και δεν το καταλάβαινε η μάνα μας...

Όταν γυρίσαμε το ταμπούρλο ήταν παρκαρισμένο ακόμη έξω από την πόρτα...

Ωχ!! δεν φύγανε ακόμη σκεφτήκαμε...

Μπήκαμε μέσα και τους πετύχαμε να πίνουν τσίπουρο και να τρώνε κάτι κονσέρβες που είχε ανοίξει ο μπαμπάς...

«Αμάν!! σε λίγο θ’ αρχίσουνε και το τραγούδι» τρομοκρατήθηκα...

Σχεδόν όλες τους οι κουβέντες περιστρέφονταν γύρω από την έκπληξη και τη χαρά τους που κάποιος  τους κάλεσε σπίτι του, έτσι απλά για καφέ κι όχι για να παίξουν για κάποιον αρραβώνα , γάμο ή γλέντι...

Θέλοντας να επέμβω γιατί ήξερα καλά, ότι ο μπαμπάς δεν επρόκειτο να τους διώξει ούτε το βράδυ, τους είπα  με δήθεν αθώο ύφος:

-Η ώρα πέρασε και θα χάσετε χρήματα από τα κάλαντα...

-Σήμερα δε μας νοιάζουν  τα λεφτά κοριτσάκι μου, μου απάντησε ο μεγαλύτερος με ένα παιχνιδιάρικο και λίγο μεθυσμένο χαμόγελο...

΄Εχουν περάσει τριάντα  χρόνια από τότε και κάθε  παραμονή  Πρωτοχρονιάς, νομίζω ότι σκοντάφτω πάνω σ’ ένα τεράστιο ταμπούρλο που περιμένει έξω απ’ την πόρτα  του σπιτιού τον κεφάτο ιδιοκτήτη του για να συνεχίσουν τα κάλαντα σε πολύχρωμες και μελαγχολικές γειτονιές του κόσμου…


👉 Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις από την Δάφνη της δεκαετίας του 1970 !!

Πολλές φορές έχουμε ακούσει ή έχουμε ισχυρισθεί και οι ίδιοι, ότι οι γιορτές είναι πλέον μόνο για τα παιδιά. Είναι όμως και μια καλή ευκαιρία για μας τους μεγάλους, για να ξυπνήσει ο καθένας από μας τον πιτσιρικά ή την πιτσιρίκα που κρύβεται μέσα του.

Κι επειδή δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από τις παιδικές χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις, ας προσπαθήσουμε να θυμηθούμε ορισμένες από αυτές.

23 Δεκεμβρίου. Μέρα που την περιμέναμε πώς και πώς στα μαθητικά μας χρόνια, μια και σήμαινε την έναρξη των Χριστουγεννιάτικων δεκαπενθήμερων διακοπών μας, ενώ αντιθέτως, δεν θέλαμε να φτάσει η ημέρα του Αϊ - Γιαννιού μια και την επόμενη θα ξανάρχιζαν τα σχολεία.

Τέτοιες μέρες γράφαμε το γράμμα στον αγαπημένο μας Αϊ - Βασίλη, για τα δώρα που θέλαμε να μας φέρει την Πρωτοχρονιά, ενώ δεν περιγράφεται η χαρά μου, όταν έβλεπα την μητέρα μου να κατεβάζει τις κούτες για να στολίσουμε το δέντρο. Μόλις τελείωνε το στόλισμα, απολαμβάναμε το θέαμα, ενώ έβγαινα έξω από το σπίτι να δω εάν φαίνονται ωραία τα φωτάκια μας από το παράθυρο! Ύστερα, καθόμουν με τις ώρες στο δεντράκι να κοιτάζω τα λαμπάκια του που αναβοσβήνανε και την χάρτινη φάτνη κάτω από αυτό με τον Χριστούλη, την Παναγία, τα ζωάκια και τους μάγους.

Παιδιά τότε, περιμέναμε πώς και πώς να ξημερώσει η παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, και από τα χαράματα παίρναμε με τον αδελφό μου τα τριγωνάκια μας και ξεκινάγαμε για να πάμε να πούμε τα κάλαντα. Πρώτα από όλους όμως, τα «λέγαμε» στο μπαμπά και στη μαμά που μας εγκαινίαζε το πουγκί, και κατόπιν τριγυρίζαμε σε όλη τη γειτονιά της Δάφνης, από σπίτι σε σπίτι και από μαγαζί σε μαγαζί, μια και κίνδυνος τότε δεν υπήρχε και οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες για όλα τα παιδάκια. Οι γείτονες και οι συγγενείς μας περίμεναν πώς και πώς για να τα πούμε, να ευχηθούμε στο σπιτικό ενώ εκτός από την αμοιβή μας σε χρήμα, μας φίλευαν κουραμπιέδες, μελομακάρονα, σοκολατάκια και καραμέλες. Γυρνούσαμε στο σπίτι μας ώρες μετά αναψοκοκκινισμένοι, με το πουγκί μας γεμάτο, και απολαμβάναμε τον κόπο μας μέσα σε γέλια, φωνές, ιστορίες…

Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μόλις γυρνούσαμε από τα κάλαντα, παίρναμε το πουγκί μας και παρέα με τον μπαμπά και τη μαμά, πηγαίναμε στα μαγαζιά της Αθήνας για να αγοράσουμε τα πρωτοχρονιάτικα δώρα μας. Όλοι οι δρόμοι τότε ήταν στολισμένοι με Αγιοβασίληδες, φωτάκια, δεντράκια, ενώ η Αιόλου και  Αγίου Μάρκου ήταν γεμάτη πάγκους με χριστουγεννιάτικα… Παραμυθένιες και μαγικές στιγμές, που σε ταξίδευαν και σε μετέφεραν σε άλλα μέρη.

Απαραίτητο το πέρασμα από τα μεγάλα πολυκαταστήματα της Αθήνας, «ΜΙΝΙΟΝ», «ΚΛΑΟΥΔΑΤΟ», «ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟ»  για να φωτογραφηθούμε στον 8ο όροφο του «ΜΙΝΙΟΝ» με τον Άγιο Βασίλη, ο οποίος μας φίλευε καραμέλες, να περάσουμε από τους παραμορφωτικούς καθρέπτες, να παίξουμε στο λούνα παρκ που στηνόταν την περίοδο των εορτών  και να δούμε σε κούκλες να κουνιούνται τους 7 νάνους, τη Χιονάτη και αργότερα το Lion King, την Ποκαχόντας, την Παναγία των Παρισίων, την Μπάρμπι, κλπ.

Τα φώτα, ο στολισμός, τα παιχνίδια, οι μεγάλες στολισμένες βιτρίνες, οι κυλιόμενες σκάλες στο ΜΙΝΙΟΝ και οι τόοοοοοσοι όροφοι που για να τους γυρίσεις όλους ήθελες ώρες, φάνταζαν στα μάτια μας σαν εξωπραγματικά.

Θυμάμαι επίσης τη λαχτάρα το πρωί της Πρωτοχρονιάς, να ξυπνήσουμε και να τρέξουμε να πάρουμε κάτω από το δέντρο τα δώρα που μας άφησε ο Άγιος Βασίλης (αν και ξέραμε ότι ο Άγιος Βασίλης ήταν η μαμά και ο μπαμπάς) και το μεσημέρι στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι όλη την οικογένεια να τραγουδάμε το «πάει ο παλιός ο χρόνος» πριν κόψουμε την βασιλόπιτα περιμένοντας με αγωνία να δούμε ποιος θα ήταν ο τυχερός της χρονιάς που θα κέρδιζε το φλουρί !!

Ανάμεσα στις γλυκές αναμνήσεις συγκαταλέγονται επίσης οι χριστουγεννιάτικες ταινίες της Disney στον κινηματογράφο «ΝΑΝΑ», «ΑΤΛΑΝΤΙΣ» ή «ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ», τα πολύχρωμα μπαλόνια που δεν έλειπαν από το σπίτι, τα πεντανόστιμα μελομακάρονα της μαμάς που δεν προλάβαιναν να βγουν από το ταψί μια και τρελαινόμασταν να τα τρώμε αμέλωτα, και τα χριστουγεννιάτικα παραμύθια με τους καλικάντζαρους που μας έλεγαν το βράδυ πριν πάμε για ύπνο.

Καλά Χριστούγεννα να έχουμε φίλοι μου.

Κι ας είναι τόσο όμορφα και τόσο τρυφερά όσο εκείνα των παιδικών μας χρόνων…



















Patricia Davidson – Oregon Fine Art Landscape Photographer 👉   Patricia Davidson - Bio / Artist Statement 👉   Patricia Davidson - Inlan...