Σάββατο 16 Αυγούστου 2025


Κατερίνα Λατούφη


«Η μετεγκατάσταση είναι πιο εύκολη από όσο νομίζουμε» μας διαβεβαιώνει η αρχιτέκτονας και κεραμίστρια σε ένα χωριό της Τήνου




Η αρχιτέκτονας και κεραμίστρια πλέον
 ζει μόνιμα στην Τήνο όπου έχει στήσει
το εργαστήριο κεραμικής της

Η πρώτη συνέντευξη με την Κατερίνα Λατούφη είχε γίνει γραπτώς, λίγο πριν από τη συμμετοχή της στη γιορτή κεραμικής Fired Up Athens στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης. Μέχρι τότε, δηλαδή, δεν είχαμε συναντηθεί από κοντά. Την ημέρα όμως που επισκέφτηκα τη Fired Up Athens, ενώ περιπλανιόμουν ανάμεσα στους πάγκους με τις κεραμικές δημιουργίες, την προσοχή μου τράβηξε ένας συγκεκριμένος, για τη γοητευτική απλότητα των έργων, τα οποία ενσωμάτωναν παραδοσιακά στοιχεία, μετουσιώνοντάς τα, ωστόσο, σε ένα, κατά κάποιον τρόπο, αναγνωρίσιμο για μένα ιδίωμα.

Σύντομα κατάλαβα γιατί ήταν αναγνωρίσιμο: συζητώντας με τη γυναίκα πίσω από τον πάγκο, διαπίστωσα ότι ήταν η Κατερίνα, με την τέχνη της οποίας είχα έρθει ήδη σε επαφή μέσα από τη συνέντευξή μας. Η αρχιτέκτονας και κεραμίστρια μού είπε ότι εγκατέλειψε την Αθήνα και πλέον ζει μόνιμα, με τον σύντροφο και το παιδί της, στην Τήνο, όπου έχει στήσει το εργαστήριο κεραμικής της.

Η ζωή της σήμερα είναι πολύ διαφορετική, ωστόσο κάθε στάδιό της ενώνει ένα αόρατο νήμα: η διαχρονική αγάπη της για τη χειροτεχνία, όπως λέει τώρα στο Travel.gr: «Από μικρή είχα μια κλίση προς τις χειροτεχνίες. Περνούσα χρόνο με τη γιαγιά μου, παρακολουθώντας τη να κεντάει, να πλέκει και να ψιθυρίζει ρυθμικά πλέξεις στο βελονάκι. Μου άρεσε να παρατηρώ τις κινήσεις των χεριών της και να χάνομαι στον χρόνο της δημιουργίας ενός έργου». Μεγαλώνοντας, επέλεξε να σπουδάσει αρχιτεκτονική: «Ως παιδί ζωγράφιζα - αυτό που λέμε “έπιανε το χέρι μου”- και σκίτσαρα. Μου άρεσε να οργανώνω τον χώρο μου και να αλλάζω διαρρύθμιση στο δωμάτιό μου. Στο λύκειο ξεκίνησα προετοιμασία για τα A΄ Levels, τις εξετάσεις εισαγωγής στα πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου, και επέλεξα ως βασικά μαθήματα τις Τέχνες (Art) και τα Μαθηματικά (Advanced Mathematics). Κάπου εκεί αποφάσισα να φοιτήσω στη σχολή της Αρχιτεκτονικής, ίσως ως μέλος μιας γενιάς που, αν ακολουθούσε θετική κατεύθυνση, επέλεγε το Πολυτεχνείο».

Ξεκίνησε την επαγγελματική διαδρομή της ως αρχιτέκτονας, σε Λονδίνο και Αθήνα, και άνοιξε το δικό της studio, με εστίαση στον σχεδιασμό εσωτερικών χώρων (interior design) και χειροποίητων επίπλων. Ανέκαθεν, όμως, τη γοήτευαν τα φυσικά υλικά και οι παραδοσιακές τεχνικές κατασκευής. Μέσα από τον σχεδιασμό εσωτερικών χώρων, «καλλιέργησα το ενδιαφέρον μου για το ύφασμα και την έννοια της επένδυσης μιας επιφάνειας». Μέσα από εργαστήρια φυσικής δόμησης ήρθε σε επαφή με τον πηλό, «τον οποίο θέλησα να χρησιμοποιήσω ως υλικό στα interior projects που σχεδίαζα, αρχικά στην κλίμακα της αρχιτεκτονικής κατασκευής και, στην πορεία, σε εκείνη της κεραμικής τέχνης».


Katerina Latoufi Ceramics


Ανέκαθεν όμως τη γοήτευαν τα φυσικά υλικά και οι παραδοσιακές τεχνικές κατασκευής.

Άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα κεραμικής και υφαντικής, που, μετά την πολύωρη εργασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού σε υπολογιστή, γίνονταν για εκείνη μια διέξοδος χαλάρωσης, που παράλληλα ικανοποιούσε την ανάγκη της να δημιουργεί με τα χέρια. Αν και στην πραγματικότητα όλες αυτές οι τέχνες δεν είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους: «Η αρχιτεκτονική και η κεραμική είναι εικαστικές τέχνες, που έχουν εξελιχθεί παράλληλα ως προς τη διακόσμηση της επιφάνειας. Κοινά γεωμετρικά μοτίβα πλέξης σε υφαντά/τοιχογραφίες και ακολούθως σε καλάθια που έπλεξε ο πρωτόγονος άνθρωπος, αποτυπώνονται τυχαία πάνω στον πηλό και εξελίσσονται στα πρώτα γεωμετρικά σχέδια που συναντάμε στα αρχαϊκά αγγεία», εξηγεί και προσθέτει: «Τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στην υφαντική και την κεραμική, με γοητεύει η ρυθμική αρμονία μεταξύ της αισθητικής και της μεθόδου κατασκευής ενός έργου/αντικειμένου. Αυτό που αλλάζει μεταξύ τους είναι η κλίμακα του σχεδιασμού».

Η Κατερίνα είχε μεγαλώσει στην Αθήνα και ήταν ανάμεσα σε αυτές τις περιπτώσεις που λέμε «χωρίς χωριό», αλλά με τον σύντροφό της ανέκαθεν σκεφτόταν να ζήσουν εκτός πρωτεύουσας. Ένα καλοκαίρι, πριν από 13 χρόνια, έκανε ένα ταξίδι στην Τήνο, που θα αποδεικνυόταν κομβικό για τη ζωή τους.

«Με την πρώτη επίσκεψή μου στην Τήνο, μαγεύτηκα από την πολιτισμική κληρονομιά, το αυθεντικό αρχιτεκτονικό τοπίο και την αισθητική καλλιέργεια των ανθρώπων της, που αποτυπώνεται και στο τοπίο», θυμάται. Η ιδέα της μετακόμισής τους στο νησί εξελίχθηκε σταδιακά: «Το επισκεπτόμασταν κάθε καλοκαίρι, γνωρίσαμε τον τόπο, αποκτήσαμε φίλους και, αφού αλλάξαμε αρκετά σπίτια και χωριά, εγκατασταθήκαμε στο χωριό Μυρσίνη».

Γιατί επιλέξατε οικογενειακώς το χωριό Μυρσίνη, συγκεκριμένα, και όχι για παράδειγμα τη Χώρα της Τήνου;

«Από τις πρώτες επισκέψεις στην Τήνο μας είχε κερδίσει η ενδοχώρα και τα αυθεντικά χωριά της. Η Μυρσίνη είναι ένα αγροτικό χωριό στους πρόποδες του Τσικνιά, όπου, κατά τη μυθολογία, είχε το παλάτι του ο θεός Αίολος, ο βασιλιάς των ανέμων. Η άμεση επαφή με τη φύση και τη ζωή στην ύπαιθρο ήταν βασικός λόγος που επιλέξαμε να εγκατασταθούμε εκτός Αθήνας, οπότε, μέχρι και σήμερα, επιλέγουμε να μένουμε εκτός της Χώρας της Τήνου».

Καθοριστική υπήρξε επίσης η συγκυρία της γέννησης του παιδιού τους την εποχή του κορονοϊού και του πρώτου lockdown. Το ζευγάρι, τότε, είχε λιγότερες επαγγελματικές υποχρεώσεις στην Αθήνα, οπότε εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία «να ζήσουμε και να δοκιμάσουμε, για κάποιους μήνες, τη ζωή στο νησί. Τότε μετέφερα για πρώτη φορά μέρος του εργαστηρίου μου στην Τήνο και μπόρεσα να συνεχίσω την εργασία μου από εκεί. Πριν από δύο χρόνια, όταν το παιδί μας θα ξεκινούσε το Νηπιαγωγείο, αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε μόνιμα».

Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισαν αρχικά ήταν «ο χειμώνας στο νησί», στη διάρκεια του οποίου έζησαν τις «σκληρές καιρικές συνθήκες, την ερήμωση του τόπου και το αίσθημα της απομόνωσης ως επακόλουθο. Η καλοκαιρινή εικόνα που έχουμε όλοι για τις Κυκλάδες δεν έχει καμία σχέση με τις συνθήκες που βιώνει εκεί κάποιος τον χειμώνα». Η προσαρμογή της οικογένειας έγινε πιο εύκολη χάρη στο δίκτυο φίλων που είχαν ήδη αποκτήσει και, φυσικά, από το γεγονός ότι η μετακόμισή τους έγινε σταδιακά «και δοκιμάστηκε σε βάθος χρόνου, οπότε ήμασταν πιο προετοιμασμένοι για τις συνθήκες που θα αντιμετωπίζαμε».

Katerina Latoufi Ceramics


Katerina Latoufi Ceramics



Μυρσίνη, Τήνος


Το εσωτερικό του εργαστηρίου

Η απόφασή που είχε πάρει πριν από χρόνια η Κατερίνα, να ασχοληθεί επαγγελματικά και με την κεραμική, «με βοήθησε σταδιακά να απεμπλακώ από την Αθήνα και να συνεχίσω να εργάζομαι στην Τήνο, όπου είχα εγκαταστήσει το εργαστήριο μου». Σήμερα, λοιπόν, κάποιος μπορεί να βρει εκεί τις συλλογές των κεραμικών της, που «αντικατοπτρίζουν την τοπογραφία του νησιού, αναδεικνύοντας στοιχεία της τοπικής παράδοσης, λαϊκής τέχνης και αρχιτεκτονικής. Οι πετρόχτιστες πεζούλες που υφαίνουν από άκρη σε άκρη το νησί, η ανεμοδαρμένη φύση, οι περίτεχνοι περιστερώνες, τα σύμβολα λατρείας στα λαξευμένα μάρμαρα και το φως που σιγοκαίει στα αμέτρητα ξωκλήσια της Τήνου είναι μερικές από τις πηγές έμπνευσης μου από το τηνιακό τοπίο».

Η νέα καθημερινότητα της Κατερίνας, στο νησί, διαμορφώνεται ανάλογα με την εποχή, τις καιρικές συνθήκες και τις οικογενειακές δραστηριότητες. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι πιο ήσυχη και βρίσκεται σε άμεση επαφή με τη φύση και το «εδώ και τώρα», όπως σχολιάζει η ίδια: «Μετά το πρωινό ξύπνημα θα αφήσω το παιδί μας στο σχολείο στο διπλανό χωριό. Αν το επιτρέπει ο καιρός, θα συνεχίσω με μια πεζοπορία γύρω από το χωριό, αφουγκραζόμενη το τοπίο και συλλέγοντας έμπνευση από εποχικά στοιχεία της φύσης. Επιστρέφοντας, ξεκινάει η μέρα μου στο εργαστήριο, με τους ήχους της υπαίθρου και την καλημέρα των χωριανών. Το μεσημέρι, που θα επιστρέψει το παιδί από το σχολείο, συγκεντρωνόμαστε όλη η οικογένεια μαζί στο τραπέζι. Μετά θα συνεχίσω την εργασία μου στο εργαστήριο μέχρι το απόγευμα, κάποιες μέρες παραδίδοντας μαθήματα. Η εποχή καθορίζει και το κλείσιμο της ημέρας. Τον χειμώνα θα μαζευτούμε από νωρίς στο σπίτι, ενώ το καλοκαίρι τα βράδια κλείνουν στην αυλή μας, όπου απολαμβάνουμε την παρέα φίλων».

Τι θα συμβούλευες κάποιον που ονειρεύεται να εγκαταλείψει τη ζωή στην Αθήνα για την περιφέρεια, και ειδικά για έναν μικρό τόπο, αλλά διστάζει να το κάνει;

«Αυτό που λέω στον περισσότερο κόσμο που ονειρεύεται μια ζωή εκτός Αθήνας είναι ότι η μετεγκατάσταση είναι πιο εύκολη απ’ όσο νομίζουμε! Καθώς η επικοινωνία, οι διασυνδέσεις και οι μετακινήσεις έχουν γίνει πιο απλές στην εποχή μας, κάποιος μπορεί να καλύψει τις προσωπικές και επαγγελματικές ανάγκες του πολύ πιο εύκολα, ακόμα και σε έναν μικρό τόπο. Καταλαβαίνω ότι η ζωή στην πόλη μάς κρατάει “δεμένους” σε επαγγελματικές υποχρεώσεις, δραστηριότητες και σε έναν τρόπο ζωής από τον οποίο αρχικά φαντάζει αδύνατο να αποδεσμευτούμε. Αν όμως μας έχουν γοητεύσει περισσότερο ένας άλλος τόπος και οι άνθρωποί του, αξίζει να δοκιμάσουμε μια νέα αρχή».


Παρασκευή 8 Αυγούστου 2025



ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Το Μουσείο Τέχνης Κατερίνας Περήφανου με χαρά σας προσκαλεί στα εγκαίνια της ετήσιας ομαδικής του έκθεσης εικαστικών, ζωγραφικής, φωτογραφίας και χειροτεχνίας.

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025 και ώρα 19.30
στο ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΠΕΡΗΦΑΝΟΥ
Αγίοι Απόστολοι Ευβοίας
διάρκεια έκθεσης 11 - 15/08/2025
                                               18.00 - 22.00

Συμμετέχουν με αλφαβητική σειρά οι καλλιτέχνες:

ΒΕΖΥΡΗ ΑΝΘΟΥΛΑ
ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
ΖΥΓΟΥΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΚΑΡΑΒΑΣ ΑΛΚΙΝΟΟΣ
ΚΡΟΜΠΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΜΑΓΚΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
ΝΤΑΜΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΣΠΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑΝΝΑ
ΣΠΑΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΣΙΟΥΛΑΣ ΣΠΥΡΟΣ
ΣΙΟΥΛΑ ΝΙΟΒΗ
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ ΝΙΚΗ
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ ΜΑΙΡΗ
ΠΕΡΗΦΑΝΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ΠΕΡΗΦΑΝΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
ΤΣΑΚΛΑΡΗ ΛΕΛΑ


Μουσείο Τέχνης Κατερίνας Περήφανου
Ετήσια ομαδική έκθεση εικαστικών, ζωγραφικής, φωτογραφίας και χειροτεχνίας


Μουσείο Τέχνης Κατερίνας Περήφανου
Ανθούλα Π. Βεζύρη



Μουσείο Τέχνης Κατερίνας Περήφανου
Ανθούλα Π. Βεζύρη & Κατερίνα - Ελένη Κωστή

 

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025



Το Ελληνικό Καλοκαίρι

Συγγραφέας: Ζακ Λακαριέρ

Εκδόσεις: Βασδέκης

Μετάφραση: Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή

Σελίδες: 344


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947, και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ’ ένα μοναδικό χωριό˙τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σαν δυο πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: Αρμονίη κόσμου παλίτροπος. Αν η εικόνα αυτού του χαμένου νησιού παραμένει μέσα μου τόσο έντονη, είναι ίσως επειδή στάθηκε η τελευταία. Ωστόσο, κοιτώντας απ’ την απόσταση του χρόνου, συνειδητοποιώ μέχρι ποιου σημείου μπλέκονται μέσα στη μνήμη μου οι αναμνήσεις σα σε παιχνίδι αινιγματικό. Γιατί τάχα ορισμένες τους, τόσο ανώνυμες φαινομενικά, παραμένουν επίμονες λες κι ήθελαν να υπογραμμίσουν ένα μήνυμα που το νόημά του δεν καταφέρνω ακόμα να συλλάβω;

Ένα οδοιπορικό του Λακαριέρ σε όλη την Ελλάδα.

… γοητεύτηκα από τα μνημεία της, την ιστορία της, τον πολιτισμό, τα χρώματα, αλλά και τους ανθρώπους της.

… για να γνωρίσεις αληθινά μια χώρα είναι γοητευτικό να την ανακαλύψεις ακολουθώντας τα μονοπάτια της ιστορίας της …



Αποσπάσματα από το βιβλίο

Πρελούδιο

Η τύχη – αλλά μια τύχη που ’χε κάτι απ’ το θαύμα – το θέλησε να δέσει στο Μπρίντιζι, την επομένη της άφιξής μου. Κι έτσι, ένα αυγουστιάτικο πρωινό ξεκίνησα από κει με κατεύθυνση την Κέρκυρα, παρά τον δυνατό κι ανάποδο άνεμο που ευτυχώς έκοψε κάπως με το σούρουπο. Ο καπετάνιος μπόρεσε να σβήσει το μοτέρ, ν’ ανοίξει το πανί και έτσι να εξακολουθήσουμε το ταξίδι. Ο καιρός ήταν τόσο υπέροχος και οι επαγγελίες του διάπλου τόσο έντονες ώστε δεν κατάφερα να κλείσω μάτι όλη τη νύχτα. Την πέρασα κοιτάζοντας τον ουρανό, ακούγοντας τον άνεμο και τα τριξίματα του σκαριού. Μέσα στο σκοτάδι μάντευα όρθια στη γέφυρα τη σιλουέτα του καπετάνιου καθώς ο αέρας σκορπούσε τις καύτρες απ’ το τσιγάρο του μέσα στη νύχτα.

...


Η σκιά του Διγενή

Στην Κρήτη, είδα πραγματικά, τι θα πει ουρανός τη νύχτα. Με τα γιγάντια άστρα του, τις νύχτες της πανσελήνου, τον έβενό τους, και τους αστερισμούς που ’χουν, εδώ, δικά τους ονόματα: Πούλια οι Πλειάδες, Αναποδοκάραβο η Μεγάλη Άρκτος, Ιορδάνης ο Γαλαξίας. Αυτό μου έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση: αυτός ο ζωντανός ουρανός, ο τόσο κοντινός που ’χα ξεχάσει την ύπαρξή του και που ανακάλυπτα κάθε νύχτα για πρώτη φορά μαζί με τ’ αρώματα και την παρουσία της γης. Τους πρώτους μήνες ετούτου του ταξιδιού, περνούσα όλες σχεδόν τις νύχτες μου έξω, κοιμόμουν σε αμμουδιές, σε ταράτσες σπιτιών ή σε αλώνια. Σπάνια ξαναένιωσα όπως σε κείνα τα χρόνια το μεθύσι της απόλυτης λευτεριάς, το συναίσθημα να ’σαι ένας ευτυχισμένος περιπλανώμενος, χωρίς δεσμό άλλο από το χωριό ή το πρόσωπο που θα σε δεχτεί για μια νύχτα. Και οφείλω να πω ότι τίποτα δεν εγύρευα ταξιδεύοντας και ζώντας έτσι που ζούσα: ούτε νόημα, ούτε αναζήτηση, ούτε δίδαγμα, ούτε μύηση.

 ...


Διασχίζοντας την Αρκαδία

Τη στιγμή που φθάνω στην πλατεία, μερικοί γέροντες καπνίζουν εκεί ήρεμοι. Απόγιομα, τέλη Σεπτεμβρίου, το χωριό κοιμάται ακόμα για μεσημέρι, μερικά παιδιά βαριούνται. Μόλις με βλέπει ο ταβερνιάρης (κοκαλιάρης άνθρωπος με μετρημένα τα λόγια του και επιθετικό μουστάκι) παίρνει ένα ενοχλημένο ύφος. Τα πρώτα του λόγια: «Εδώ, δεν έρχεται ποτέ ξένος. Δεν έχω τίποτα για φαΐ και δεν έχω δωμάτιο». «Δεν πειράζει καθόλου» του αποκρίνομαι, «εγώ ζω με αγάπη και νεράκι του καλού Θεού. Και για να κοιμηθώ, έχω τη σουλουμπάμια». Αλλά αυτά δεν τον καθησυχάζουν. Ο ερχομός μου αναστατώνει τις συνήθειές του. Και εκεί που σκουπίζει με υπερβολική προσοχή τα άδεια τραπέζια, μαντεύω από την έκφρασή του πως αναρωτιέται: «Και τι θα τον κάνω εγώ τώρα;» Δεν έχει δίκιο να ταράζεται. Δεν έχει, αυτός, τις εμπειρίες που έχω εγώ από την Ελλάδα. Από την εποχή του Ομήρου (και ασφαλώς από πολύ πρωτύτερα) ποτέ δεν θα πρέπει να έφθασε ξένος σ’ ένα μακρινό χωριό και να έμεινε χωρίς τροφή και στέγη. Έτσι, τον κοιτάζω χαμογελαστός και γαλήνιος, ενώ αυτός σκοτώνεται να διώχνει νυσταλέες μύγες. Από εκνευρισμένος γίνεται αμήχανος.

...


Οι αέρηδες του αρχιπελάγους

Για να συνοψίσουμε, τελικά δεν ξέρω γιατί – δηλαδή για ποιον έκδηλο ή εκφραζόμενο σκοπό – ταξιδεύω στην Ελλάδα εδώ και είκοσι χρόνια και ακόμα λιγότερο για ποιον λόγο έγραψα αυτό το βιβλίο άλλον από το να μοιραστώ αυτό π’ αγαπώ, και όχι για να συντάξω ένα πανεπιστημιακό ή επιστημονικό έργο. Όλ’ αυτά, λοιπόν, απολήγουν στο εξής απλό πρόβλημα: επί είκοσι χρόνια – και πάλι αύριο αν ξαναγυρίσω στην Ελλάδα – αναγκαζόμουνα και θ’ αναγκαστώ να τα βγάλω πέρα μόνος. Στα πάνω από είκοσι πέντε ταξίδια που έκανα στην Ελλάδα μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, είναι ζήτημα αν είχα πάνω από δύο με τρεις φορές αρκετά χρήματα για να γυρίσω στη Γαλλία. Αλλ’ αυτά τα προβλήματα σε τελευταία ανάλυση δεν έχουν καμιά σημασία. Απόδειξη ότι ούτε μ’ εμπόδισαν να ταξιδέψω ούτε με ανάγκασαν να γράψω άλλα πράγματα από κείνα που θέλησα να γράψω. Δεν πέθανα ούτε από την πείνα, ούτε από το κρύο, ούτε από την αρρώστια, και κάθε ταξίδι – από τις αβεβαιότητες και τις συμπτώσεις που πάντα το χαρακτήριζαν – μου φαινότανε σαν το πρώτο. Σ’ αυτή την έλλειψη των χρημάτων μάλιστα χρωστώ το ότι γνώρισα την Ελλάδα όπως οι ίδιοι οι Έλληνες, και εννοώ τους Έλληνες του λαού, τη ζούνε και την τριγυρίζουνε.



Το πρωί, μ’ έναν ουρανό καθαρό από σύννεφα, φάνηκαν τα πρώτα νησιά. Στο βοριά, η κορφή της Ικαρίας, μαβιά πάνω σε μια θάλασσα βιολέττας. Μπροστά η Πάτμος, σύρριζα σχεδόν με το κύμα και στο νοτιά, μόλις να διακρίνονται, οι δύο βράχοι της Λεβέδου και της Κυνίδαρου. Το Αιγαίο είναι τόσο πλούσιο σε νησιά που ο ορίζοντας δεν είναι ποτέ γυμνός. Πάντα, κάποιο νησί διακρίνεις που αναγνωρίζεις από τις καθαρές ράχες του. Τίποτα δε γνωρίζω πιο θαυμαστό απ’ αυτό το ξύπνημα, αυτό το ανέβασμα των νησιών μέσα στην αυγή, μέσα στον καθάριο καιρό, πάνω στη θάλασσα τη γεμάτη «πρόβατα», άσπρα λοφία, ρόδινο αφρό. Ένα μεγάλο θαλασσινό πουλί ζυγιάζεται μέσα στο θάμπωμα της αυγής, παίζοντας με τους ανέμους πάνω από το βαπόρι. Το ξαναείδα συχνά μέσα στη θύμησή μου με

τη γεύση της γης και του χορταριού που παίρνει φορές η αγάπη

τ’ ανέμου και της καταχνιάς που παίρνει φορές ο χάρος

του μοναχού πουλιού την ομορφιά που στα ακρουράνια

στον ίλιγγο τους στέλνουνε οι τέσσερις αλήθειες

Ως και στη γη, εκεί που ξεκουράζεσαι μέσα στους άσπρους τοίχους μιας κάμαρας όπου βουΐζει μια σφήκα, με το κανάτι στο παράθυρο όπου μαργαριτάρι ιδρώνει η δροσιά του νερού, αυτός ο ίλιγγος, δε λέει πια να σ’ αφήσει. Για πολύ, σοκάκια, αυλές με βασιλικούς ανεμοχτυπημένες, ταράτσες και καφενέδες θα συνεχίσουν να χορεύουνε, να ζαλίζονται μέσα στο κεφάλι σου, και μέχρι και το χαμόγελο μιας μικρής κόρης που γυρίζει από το σχολειό και σου λέει με μια λαμπικαριστή φωνή: Καλημέρα κύριε.

...


Ημερολόγιον πλοίου (1)

Αρχίζω να κάνω μερικούς φίλους: ο Θανάσης, ο παγωτατζής, που τις ημέρες που έχει άφιξη (εννοεί τους τουρίστες) σπρώχνει με πείσμα στο λιμάνι το καρότσι του, στολισμένο με τα κοχύλια και τα πολύχρωμα βότσαλα που τα παιδιά του (έχει τρία παιδιά) πάνε και του μαζεύουν ή του ψαρεύουν στη θάλασσα. Για να προσελκύσει πελάτες φυσάει μια πελώρια μπουρού. Με τα φουσκωμένα μάγουλά του, το βυσσινί του πρόσωπο, το λιγδιασμένο κασκέτο πάνω στο κεφάλι του με κάνει να σκέπτομαι ένα σύγχρονο Αίολο. Θα πρέπει να το γράψω κάποτε αυτό το νεομυθικό κείμενο: ο Αίολος, παιδί του γκαράζ, επιφορτισμένος να φουσκώνει λάστιχα.

Ο αγωγιάτης ο Θωμάς είναι ένας σβησμένος, ντροπαλός, σκιαγμένος σχεδόν άνθρωπος. Μιλά με μια μαλακιά, πνιγμένη φωνή και τα χέρια του, ασταμάτητα, κάνουν την ελληνική χειρονομία που δηλώνει το μοιραίο – φούχτες στραμμένες στον ουρανό. Βέβαια η ζωή είναι δύσκολη, κανείς όμως δεν τον υποχρέωσε να κάνει έντεκα παιδιά στη γυναίκα του! Τις προάλλες, εκεί που πίναμε παρέα τα ούζα μας στο λιμάνι, κοίταξε με τέτοια λαχτάρα το θαλασσί μπαμπακερό μου πουκάμισο που, αμ’ έπος αμ’ έργον, το έβγαλα και του το ’δωσα. Πρώτος εγώ ξαφνιάστηκα μ’ αυτή τη χειρονομία μου που κατά κάποιον ακαθόριστο τρόπο κάτι ή κάποιον μου θύμιζε, αλλά βέβαια! τον Άγιο Μαρτίνο! Με τη διαφορά ότι εγώ έδωσα ολόκληρο το πουκάμισο, όχι κομμένο στα δυο. Σε κάθε ταξίδι μου, όλο και κάποιο ρούχο του φέρνω από τη Γαλλία για τα παιδιά του: τρικό, σουέτερ, πουκάμισα. Και με διασκεδάζει να τα ξαναβρίσκω του χρόνου φορεμένα από κάποιον από τους μικρότερους Θωμάδες, που του τα περνάνε οι μεγαλύτεροι. Με ευχαριστεί αυτή η ιδέα. Ακόμα και σήμερα, κάποιος Θωμάς θα πρέπει να υπάρχει στην Πάτμο που να φοράει ακόμα τα πουκάμισά μου. 



 1962

Κάθε πρωί, από τις πέντε, πιάνω να δουλεύω στο καφενεδάκι που βρίσκεται στην άκρια του λιμανιού, κοντά στην εκκλησιά των Αγίων Αναργύρων. Ο καφετζής παρουσιάζεται κατά τις έξι, αλλά καθώς ξέρει τις συνήθειές μου μου αφήνει ένα τραπέζι έξω με μία καρέκλα, κάτω από ένα μυρίκι. Μεταφράζω τους Μύθους του Αισώπου για έναν παρισινό εκδοτικό οίκο. Ζωή ονειρεμένη: από την αυγή μέχρι τις εννέα ζω με τους μύθους, τα ζώα που μιλάνε, κι αυτή την παραδοσιακή ελληνική σοφία που βρίσκεις σ’ όλους τους δρόμους που γειτονεύουν με την Ανατολή. Στις εννιά, τέλος η εργασία: όλη η μέρα είναι δική μου για να κοιμάμαι ή να κάνω βόλτες. Ο καφετζής είναι ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος μ’ ένα τέλεια φαλακρό κρανίο, που αιωνίως χαμογελάει και βιάζεται. Δεν προφταίνει ν’ ανοίξει το μαγαζί του κι έχω μπροστά μου έναν αχνιστό μέτριο με δυο φρυγανιές. Κατόπιν, όταν δεν υπάρχει άλλος πελάτης, έρχεται και κάθεται καμιά φορά πλάι μου και με κοιτάζει εκεί που δουλεύω: «γράφεις, γράφεις, όλο γράφεις, μα τι γράφεις;» με ρωτάει.



Στο γιαλό, πλάι από την ταβέρνα στους Αρκούς, χταπόδια ξεραίνονται πάνω σ’ ένα σκοινί κάτω απ’ τον ήλιο. Μύγες και σφήκες ζουζουνίζουνε γύρω. Οι γάτοι, από κάτω, παραφυλάνε με την ελπίδα ότι αργά ή γρήγορα κάποιο θα ρίξει ο άνεμος. Χταπόδι, μαγικό μαλάκιο, θαυμαστό, Θεία Πρόνοια των ελληνικών θαλασσών. Στη Γαλλία εξακολουθεί να γεννά παράλογους και κωμικούς θρύλους. Στην Ελλάδα είναι το αγαπημένο φαΐ των φτωχών και των ψαράδων. Θυμάμαι μια αυγή, εκεί που κολυμπούσα με τη μάσκα μου, και πρόλαβα να δω ένα μικρό χταποδάκι ξαπλωμένο στην άμμο να κοιμάται, ίσως να ονειρεύεται; Κορμί ελαφρά γαλανό, φωτεινό τουρκουάζ σαν σπάνια πορσελάνη. Κράτησα την ανάσα μου, ακριβώς από πάνω του, μαγεμένος από κείνα τα χρώματα, από κείνη τη χάρη. Κάποια στιγμή με κατάλαβε, μέσα σε δευτερόλεπτα βουτήχτηκε στην πιο σκούρα ώχρα κι εκσφενδονίστηκε προς την τρύπα του. Μαλάκιο με τις χίλιες μεταμορφώσεις. Πρωτέας των κυανών περγιαλιών, με τη σειρά μαλακιά εσάρπα γύρω από τους λαιμούς των κυμάτων, κόκκινη κυλιστή σφαίρα, ορθάνοιχτο αστέρι, στεφάνη κροσσωμένη από οπάλινους πλόκαμους, θαύμα των ατελείωτων μορφών. Τι αντικατοπτρισμός να τσακώσεις αυτό το ζωντανό ουράνιο τόξο στο φως του φεγγαριού! Ζώο τόσο ξυπνό, που έρχεται να τυλιχτεί γύρω απ’ το χέρι σου, που αφήνεται να το χαϊδέψεις σαν γάτος. Πάνω στην ελληνική γη υπάρχει η ελιά, το ευλογημένο το δέντρο. Μέσα στην ελληνική θάλασσα το χταποδάκι, πρίγκιπας των μεταμορφώσεων. Και πράγμα σημαντικότερο, πρίγκιπας φαγώσιμος.



Κατοικώ σ’ ένα από τα τελευταία σπίτια του λιμανιού, στα ριζά των πρώτων λόφων. Το νοίκιασα από μια αρκετά νέα ακόμα γυναίκα , που ο άντρας της είναι μπαρκαρισμένος σε φορτηγά. Το ζευγάρι έχει έναν γιο, μοναχοπαίδι και αντάρτη, που ακούει στο όνομα Παναγιώτης. Αυτός ο Παναγιώτης, μοναδική ασχολία του έχει να μην είναι ποτέ εκεί όταν τον καλεί η μητέρα του. Έτσι περνάει και αυτή τον καιρό της ορθή στην ταράτσα να τον καλεί, στραμμένη προς το μέρος του λιμανιού. Στη ζωή μου δεν έχω ακούσει φωνή τόσο στριγγιά όσο όταν φωνάζει Πανα-ΓΙΩ-τη, Πανα-ΓΙΩ-τη, για το μεσημεριανό και το βραδινό φαγητό. Με καλό άνεμο, θα πρέπει να ακούγεται ως τη Σίφνο. Και καθώς όλες οι μανάδες κάνουν το ίδιο, τον αέρα της Σέριφου τον χαρακώνει ασταμάτητα τις ώρες του φαγητού μια πολυφωνία από ποικίλα ονόματα και μία βροχή από κατάρες που κυμαίνονται από τις πιο ανώδυνες μέχρι τις πιο Αποκαλυπτικές. Αν δε με γελάει η μνήμη μου, ήτανε κάπως έτσι: παλιόπαιδο, θα δεις τι σε περιμένει, έλα αμέσως αλλιώς δε σε θέλω πια, άι στο διάολο, που να σε φάει η γη, έλα μωρέ Άγιε Νικόλα μου να μου το φας. Αλλά πιο αξέχαστο θα μου μείνει εκείνο το βρωμοπαλιομαλακοκαταραμένο, που μια μέρα έσκισε τη μεσημεριανή κάψα της Σκάλας. Ο Αριστοφάνης ο ίδιος δεν θα τα είχε καταφέρει καλύτερα από κείνη την έξαλλη μάνα, και για μια ακόμα φορά, μένω κατάπληκτος και άλαλος σαν τα βατράχια της νήσου μπροστά σ’ αυτή την εφευρετικότητα και τη μακροζωία της ελληνικής γλώσσας.


Ψαρά. Οκτώβριος 1966

Στις αρχές του Οκτώβρη ο καιρός αρχίζει να γίνεται άστατος. Ο ουρανός σκεπάζεται τακτικά και μεγάλα σύννεφα κρύβουν αδιάκοπα τον ήλιο. Γκρίζος καιρός, αλλά φωτεινός. Η θάλασσα αντανακλά αυτό το διάχυτο φως που κουράζει τα μάτια. Προς το βορριά, η γυμνή κορυφή του Προφήτη Ηλία πιάνει όλο μου το παράθυρο. Οι θόρυβοι είναι σπάνιοι. Οι φωνές το ίδιο. Ένα είδος μπαμπακένιας ατμόσφαιρας πέφτει πάνω στα Ψαρά, στην εικόνα αυτής της έντονης γκριζάδας που λούζει τα πάντα βυθίζοντας τα Ψαρά σε μια γλυκιά άχνα. Δε φταίει μόνον ο φθινοπωρινός καιρός γι’ αυτό. Ως και στην καρδιά του καλοκαιριού το νησί έχει μια ζωή πιο καταχνιασμένη από των άλλων νησιών. Μ’ έναν τρόπο που ακόμα δεν έχω καταφέρει να προσδιορίσω, αντιλαμβάνεσαι μια στέρηση, μια παραίτηση, που εδώ είναι πιο αισθητές παρά αλλού. Μόνο το λιμάνι με τα τρία του καφενεία ζωντανεύει ορισμένες ώρες, νωρίς το πρωί και προς τη δύση του ήλιου. Αλλά ο ρυθμός της ζωής μοιάζει εδώ παράξενα αργός. Πού αυτοί οι πολλαπλοί θόρυβοι, τα πηγαινέλα των βαποριών που ζωντανεύουν και το παραμικρό κυκλαδίτικο λιμανάκι. Η αλήθεια είναι ότι εδώ δεν πιάνει κανένα καράβι. Είναι, όπως το είχα φανταστεί, ένας κόσμος κλεισμένος στον εαυτό του, ξεχασμένος, στον οποίο ο εξωτερικός κόσμος φαίνεται τρομερά μακριά.


Η γραφή της Ρωμιοσύνης

Όλα τα χρόνια ανάμεσα στο 1957 και το 1963 ήταν χρόνια όπου θεμελίωνα τις ελληνικές φιλίες μου. Καθώς μιλούσα τη γλώσσα, καθώς μετέφραζα και ενεργούσα για την έκδοση στη γαλλική γλώσσα των έργων που αγαπούσα ή μ’ ενδιέφεραν, ζούσα μία ζωή όπου δουλειά και απόλαυση είχαν γίνει συνώνυμα. Συνήθως, διάλεγα για να μεταφράζω ή να δουλεύω τα καφενεία στις κάτω γειτονιές της Αθήνας, μακριά από το κέντρο, προς το Θησείο ή το Μοναστηράκι. Δούλευα, εκεί, μέσα στη σπαρταριστή κίνηση της αγοράς, στις φωνές του δρόμου, στις κουβέντες των καφενείων, και όλ’ αυτά σταλάζανε μέσα μου μια καθημερινή, αδελφική μου Ελλάδα. Μερικές φορές έρχονταν και με έβρισκαν φίλοι μου, προς το βράδυ, και ξεκινούσαμε για βόλτα στον Άρειο Πάγο ή στου Φιλοπάππου που ήταν γεμάτος από ζευγαράκια. Όπως και με τα ρεμπέτικα, έτσι κι ο κάθε ένας από κείνους τους χρόνους είναι δεμένος μέσα μου με έναν συγκεκριμένο καφενέ, ένα δρόμο, συγκεκριμένες μεριές, το πρόσωπο του γκαρσονιού που ακούμπαγε στο τραπέζι μου τον διπλό μέτριο χωρίς τον οποίο δεν θα μπορούσα να γράψω. Αλλά είχαν αρχίσει να με κυριεύουν συνήθειες που έπρεπε να τις κόψω. Άνθρωπος της πόλης δεν είχα γίνει ποτέ, αλλά το ’νιωθα πώς σε κάθε παραμονή μου, στον κανονικό και εποχιακό ρυθμό των ταξιδιών μου, το αθηναϊκό φθινόπωρο με κέρδιζε σιγανά, αλλά δένοντάς με ολοένα και περισσότερο.


👉 Ο Λακαριέρ, αυτός ο «ξένος» που εκτίμησε βαθιά
τη φτωχική πλευρά του ελληνικού καλοκαιριού




Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025





Dolce & Gabbana Alta Moda 2025 Roma “The Eternal Triumph of Beauty in Rome”. Story by Eleonora de Gray, Editor-in-Chief of RUNWAY MAGAZINE. Photo / Video Courtesy: Dolce Gabbana.

Twelve years of Alta Moda. Forty years of history. One city. One heartbeat.

On the ancient stones of the Via Sacra—Rome’s sacred road where centuries of civilization began—Dolce & Gabbana presented The Triumph of Beauty. And triumph it was, not in the overused language of fashion week hyperbole, but in the literal, sacred sense. A procession of craftsmanship, of memory, of Italian magnificence reborn under the weight of its own glory.

Rome, the ultimate stage, didn’t just host the show—it was the show. The past became present in living form: theater troupes, soldiers, vestal virgins, the lyre and the laurel. In the golden hour before dusk, the Roman Forum became not a ruin, but a cathedral of haute couture.

Yet one figure was physically absent—Stefano Gabbana, co-creator of this universe. He didn’t walk the stones of the Forum. But his vision… was everywhere. Every stitch, every silhouette, every reconstructed masterpiece from the past twelve years bore his fingerprint. He followed every moment remotely, in real-time, screen by screen, camera by camera. The artist watched as his altar came to life.

Rome, the Eternal City, became the final canvas. Or rather, a palimpsest—layer upon layer of past Alta Moda collections, reimagined and refined. Echoes from the Du Cœur à la Main exhibition —now in motion, reinterpreted, redefined. For those who remembered each season, it was an emotional experience. You didn’t just see the dresses—you recognized them, as one recognizes an old friend in a crowd.

The collection opened with symbolism: a cardinal red velvet cape, the Capitoline Wolf shimmering in sequins across its skirt. The sacred mother of Rome leading the way. What followed was a symphony of eras. Hand-forged brass corsets evoked Roman armor, their harshness softened by swirls of chiffon and silk. Gowns draped like stolae, padded to mimic marble sculpture—every fold a homage to eternity. Some bore belts etched with Veni Vidi Vici—but there was no conquest here, only devotion.








































































































































































































































































































 

Έκθεση Φωτογραφίας Ανθούλα Π. Βεζύρη “Δισπηλιό Καστοριάς” Αίθουσα Τέχνης Δημαρχείου Περιστερίου Καραθεοδωρή & Εθνικής Αντιστάσεως Στάση...