Τα κάλαντα
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Από πολύ
πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και
είχαν πει τα κάλαντα σ' όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα,
μαγαζί, να μη χτυπήσουν...
— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;... Ως το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη.
Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.
Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με
το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα. Κι η δουλειά είχε πάει
φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.
Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος,
σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα
—μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει... Ως κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο
μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του 'χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους
έδωσ' ένα δίφραγκο...
Κατά τις δυο τ' απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να
ξανοιχτούν και σ' άλλες γειτονιές.
Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν' η
τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ' έναν καπνοπώλη, να την
κάνει, ολόκληρη, χαρτί...
Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ' αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι
το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν' ακούσουν
και Καρούζο! Έφτανε που τα 'λεγαν, απλώς, «για το καλό»...
Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.
Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ' ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν.
Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το
ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ' τους κουραμπιέδες
προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να
χωρέσουν άλλο...
Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ' άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον
κινηματογράφο.
Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία
έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές.
Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρως.
Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς...
Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι,
φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο
μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ αγριανθρώπων
που είχαν κλέψει με τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν κάποιο μυστικό...
Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη
δεύτερη παράσταση.
Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. Και την
ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ' τις ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας
τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το
πανί τούς είπε «Καληνύχτα»...
Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.
Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ' αυτό το μεταξύ, είχαν
ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ' ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες.
Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας
καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά...
Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν
πως είχαν χάσει το δρόμο...
Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που
ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί...
Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ' απορία...
Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ' από χωράφια, και τα πόδια
τους βούλιαζαν μέσ' στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ' τις βροχές.
Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. Τ' άστρα
έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που
προχωρούσαν μέσ' στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και
δίχως να παραπατάνε...
Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη φυσαρμόνικα.
Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το
πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να
μιλήσει...
Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ'
εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται... Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως
να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ' τα χέρια.
Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν
μ' έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να
γίνεται λιγότερο. Θα 'λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε είδαν
πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού,
που ξεχώριζε ανάμεσ' από τ' άλλα, σ' ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως
ξεχωρίζει το βιολί μέσ' στους άλλους ήχους της Ορχήστρας!
Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να
νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να
'χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί...
Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.
Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ' ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.
Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.
Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που 'φτασε στ' αυτιά τους, ήταν σαν ένα πράο
μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας...
Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη —και
στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα.
Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ' στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς
έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ
αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους
και τα πόδια του γυμνά.
Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ' απ' τους αμίλητους
ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι
–κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,
Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το
φως, που 'βγαινε απ' τα βάθη της καλύβας. 'Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν,
κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.
Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα,
στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε
μπορούσαν να τ' ανακαλύψουν...
Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το πρόσωπό της δε
φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ' ένα μωρό.
Ήταν καθισμένη χάμω, σ' ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο
μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.
Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους,
με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.
Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.
Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν
νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη,
που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν...
Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ένιωθαν τώρα
μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να
πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!
Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων,
που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα
γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.
Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι
όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.
Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.
Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν,
άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.
Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο
της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι.
Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ' άστρα, και
στη μέση το φεγγάρι. Στ' αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και
κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με ζεντέφια.
Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας.
Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν
και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά.
Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη
μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή
καλύβα, να μοσχοβολάει σα ναός...
Κι έβγαλαν μέσ' απ' τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και τοπάζια κι
αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ' ακουμπήσαν στης γυναίκας
την ποδιά...
Και τα παιδιά
σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα...
Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ' στα ρούχα
του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι...
Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ' στα βάθη της ψυχής του, πως όλ' αυτά, τα
είχε δει μέσ' στ' όνειρό του... Και γι' αυτό, το βράδυ που ξανάσμιξαν, δεν
έκαμαν ολότελα κουβέντα.
Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους, που
φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο μας. Εκείνα δεν
το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.
Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα...
Στὴν ταβέρνα τοῦ
Πατσοπούλου, ἐνῷ ὁ βορρᾶς ἐφύσα,
καὶ ὑψηλὰ εἰς
τὰ βουνὰ ἐχιόνιζεν,
ἕνα πρωί, ἐμβῆκε
νὰ πίῃ ἕνα
ρώμι νὰ ζεσταθῇ ὁ
μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος,
διωγμένος ἀπὸ τὴν γυναῖκά
του, ὑβρισμένος ἀπὸ
τὴν πενθεράν του, δαρμένος ἀπὸ
τὸν κουνιάδον του, ξωρκισμένος ἀπὸ
τὴν κυρα-Στρατίναν τὴν
σπιτονοικοκυράν του, καὶ φασκελωμένος ἀπὸ
τὸν μικρὸν τριετῆ
υἱόν του, τὸν ὁποῖον
ὁ προκομμένος ὁ θεῖός
του ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς,
ὅπως καὶ γονεῖς
ἀκόμη πράττουν εἰς τὰ
«κατώτερα στρώματα», πῶς νὰ μουντζώνῃ,
νὰ βρίζῃ, νὰ
βλασφημῇ καὶ νὰ
κατεβάζῃ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατὰ
καὶ κόλλυβα. Κ᾽ ἔπειτα,
γράψε ἀθηναϊκὰ
διηγήματα!.....
Ὁ
προβλεπτικὸς ὁ κάπηλος, διὰ
νὰ ἔρχωνται ἀσκανδαλίστως
νὰ ψωνίζουν αἱ καλαὶ
οἰκοκυράδες, αἱ
γειτόνισσαι, εἶχε σιμὰ εἰς
τὰ βαρέλια καὶ τὰς
φιάλας, πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον,
ὀλίγον σάπωνα, κόλλαν, ὀρύζιον
καὶ ζάχαριν, εἶχε δὲ
καὶ μύλον διὰ νὰ
κόπτῃ καφέν. Ἀλλ᾽
ἔβλεπες πρωὶ καὶ
βράδυ νὰ ἐξέρχωνται, ἀτημέλητοι καὶ
μισοκτενισμέναι, γυναῖκες φέρουσαι τὴν μίαν χεῖρα
ὑπὸ τὴν πτυχὴν
τῆς ἐσθῆτος,
παρὰ τὸ ἰσχίον,
καὶ τοῦτο ἐσήμαινεν,
ὅτι τὸ ὀψώνιον
δὲν ἦτο σάπων, οὔτε
ὀρύζιον ἢ ζάχαρις.
Ἤρχετο
πολλάκις τῆς ἡμέρας ἡ
γρια-Βασίλω, πτωχή, ἔρημη καὶ ξένη στὰ
ξένα, ἥτις δὲν εἶχε
προλήψεις, κ᾽ ἔπινε φανερὰ τὸ
ρούμι της. Ἤρχετο καὶ ἡ
κυρα-Κώσταινα ἡ Κλησιάρισσα, ἥτις ἐβοηθοῦσε
τὸ κατὰ δύναμιν εἰς
τὴν ἐκκλησίαν, ἱσταμένη
πλησίον τοῦ μανουαλίου, διὰ νὰ
κολλᾷ τὰ κηρία, καὶ
ὅσας πεντάρας ἔπαιρνε τὴν
Κυριακήν, ὅλας τὰς ἔπινε,
μετ᾽ εὐσυνειδήτου ἀκριβείας,
τὴν Δευτέραν, Τρίτην καὶ
Τετάρτην.
Ἤρχετο
κ᾽ ἡ Στρατίνα, νοικοκυρὰ
μὲ δύο σπίτια, ὁποὺ
ἐφώναζεν εἰς τὴν
αὐλόπορταν, εἰς τὸν
δρόμον καὶ εἰς τὸ
καπηλεῖον ὅλα τὰ
μυστικά της, δηλ. τὰ μυστικὰ τῶν
ἄλλων, καὶ μέρος μὲν
αὐτῶν ἔμενον εἰς
τὴν αὐλήν, μέρος δὲ
ἔπιπτον εἰς τὸ
καπηλεῖον, καὶ τὰ
περισσότερα ἐχύνοντο εἰς τὸν
δρόμον· κ᾽ ἐξωνομάτιζε τὸν κόσμον,
ποία νοικάρισσα τῆς καθυστερεῖ δύο νοίκια,
ποῖος ὀφειλέτης τῆς
χρεωστεῖ τὸν τόκον,
ποία γειτόνισσα τῆς ἐπῆρεν
ἕνα εἶδος, δανεικὸν
κι ἀγύριστον. Ὁ
μαστρο-Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης τῆς ἐχρωστοῦσε
τρία νοίκια, ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ
Πισκολέτος πέντε, καὶ τὸν μῆνα
ποὺ ἔτρεχεν, ἕξ. Ἡ
Λενιὼ ἡ κουμπάρα της τῆς πέρασε
δευτέραν ὑποθήκην μὲ δόλον εἰς
τὸ σπίτι, καὶ τώρα ἦτον
ἀνάγκη νὰ τρέχῃ
εἰς δικηγόρους καὶ
συμβολαιογράφους διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ
τὰ δίκαιά της. Ἡ Κατίνα, ἡ
ἀνεψιά της ἀπ᾽
τὸν πρῶτον ἄνδρα
της, τῆς εἶχεν ἀφήσει
ἕνα ἀμανάτι διὰ
νὰ τὴν δανείσῃ
δέκα δραχμάς, καὶ τώρα κατὰ τὴν
ἐκτίμησιν δύο χρυσοχόων ἀπεδείχθη
ὅτι τὸ ἀσημικὸν
ἦτο κάλπικον καὶ δὲν
ἤξιζεν οὔτε ὅσον
ἤξιζαν τὰ δύο φυσέκια
μὲ τὲς
σκουριασμένες μπακίρες ― τὰς ὁποίας, ἀφοῦ,
κατὰ τὴν συνήθειάν
της (αὐτὸ δὲν τὸ
ἔλεγεν, ἀλλ᾽
ἦτο γνωστόν), ἔβγαλεν ἔξω
τὸν γερο-Στρατήν, τὸν ἄνδρα
της, τὴν κόρην της, τὴν
Μαργαρίταν, καὶ τὴν ἐγγονήν
της, τὴν Λενούλαν, ἤνοιξε τὴν
κρύπτην, ἀπέθεσεν ἐκεῖ
τὸ ἐνέχυρον, ἔβγαλε τὸ
κομπόδεμα, ἔλαβε τὰ φυσέκια, καὶ
τὰ ἐνεχείρισε μὲ τρόπον, ὁποὺ
ἐσήμαινε νὰ τὰ
δώσῃ καὶ νὰ
μὴν τὰ δώσῃ,
κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ
ἐκολλοῦσαν στὰ
χέρια της, εἰς τὴν πτωχὴν
τὴν Κατίναν.
Ἡ Ἀσημίνα, ἡ παλαιὰ νοικάρισσά της, τραγουδίστρα τὸ ἐπάγγελμα, ὅταν ἐξεκουμπίσθη κ᾽ ἔφυγε, τῆς ἐχρωστοῦσε τρία μηνιάτικα κ᾽ ἐννέα ἡμέρας. Καὶ τὰ μὲν ἔπιπλα, ὁποὺ ἔπρεπε κατὰ δίκαιον τρόπον νὰ τὰ ἐκχωρήσῃ εἰς τὴν σπιτονοικοκυράν, τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν καῦκόν της, τὸν τελευταῖον ἀγαπητικόν της, ποὺ νὰ τσάκιζε τὸ πόδι της, νὰ μὴν εἶχε σώσει ποτέ… καὶ εἰς αὐτὴν δὲν ἔδωκεν ἄλλο τίποτε, παρὰ ἕνα παλιοφυλαχτὸν ἐκεῖ, λιγδιασμένον, καὶ τῆς εἶπε μυστηριωδῶς ὅτι αὐτὸ περιεῖχε τίμιον ξύλον… Σὰν ἐγκρεμοτσακίσθη κ᾽ ἔφυγε, τὸ ἀνοίγει καὶ αὐτὴ ἐκ περιεργείας, καὶ ἀντὶ τιμίου ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ᾽ ἀκοῦτε σεῖς αὐτά;
Εἰσῆλθε ριγῶν ὁ
μαστρο-Παυλάκης καὶ ἐζήτησεν ἕνα ρώμι. Τὸ
παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὁποὺ
τὸν ἤξευρε καλά,
τοῦ εἶπεν·
―Ἔχεις πεντάρα;
Ὁ
ἄνθρωπος ἔσεισε τοὺς
ὤμους μὲ τρόπον
διφορούμενον.
― Βάλε σὺ τὸ
ρούμι, εἶπεν.
Πῶς νὰ ἔχῃ
πεντάρα; Καλὰ καὶ τὰ
λεπτά, καλὴ κ᾽ ἡ
δουλειά, καλὸ καὶ τὸ
κρασί, καλὴ κ᾽ ἡ
κουβέντα, ὅλα καλά. Καλύτερον ἀπ᾽
ὅλα ἡ ρᾳστώνη,
τὸ δόλτσε φὰρ νιέντε τῶν
ἀδελφῶν Ἰταλῶν.
Ἂν εἰς αὐτὸν
ἀνετίθετο νὰ συντάξῃ
τὸν κανονισμὸν τῆς
ἑβδομάδος, θὰ ὥριζε
τὴν Κυριακὴν διὰ
σχόλην, τὴν Δευτέραν διὰ χουζούρι, τὴν
Τρίτην διὰ σουλάτσο, τὴν Τετάρτην,
Πέμπτην καὶ Παρασκευὴν δι᾽
ἐργασίαν, καὶ τὸ
Σάββατον διὰ ξεκούρασμα. Ποῖος λέγει ὅτι
αἱ ἑορταὶ εἶναι
παραπολλαὶ διὰ τοὺς
ὀρθοδόξους Ἕλληνας, καὶ
αἱ ἐργάσιμοι εἶναι πολὺ
ὀλίγαι; Αὐτὰ
τὰ λέγουν ὅσοι δὲν
ἔκαμαν ποτὲ σωματικὴν
ἐργασίαν καὶ ἠξεύρουν
μόνον διὰ τοὺς ἄλλους
νὰ θεσμοθετοῦν.
Ἀκριβῶς
τὴν ὥραν ταύτην ἦλθεν
ἀπ᾽ ἀντικρὺ ὁ
Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης, διὰ
νὰ πίῃ τὸ
πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν εἶχε νὰ κάμνῃ
αὐτὰ τὰ συχνὰ
ταξιδάκια, καθὼς τὰ ὠνόμαζε.
Διέκοπτεν ἐπὶ πέντε λεπτὰ τὴν
ἐργασίαν του δέκα φορὰς
τὴν ἡμέραν, καὶ
ἤρχετο νὰ πίῃ
ἕνα κρασί. Ἔπαιρνεν ἐργασίαν
ἀπὸ τὰ μαγαζειὰ
κ᾽ ἐδούλευεν ὡς κάλφας εἰς
τὸ δωμάτιόν του. Εἰσῆλθε
καὶ παρήγγειλεν ἕνα κρασί. Εἶτα
ἰδὼν τὸν Παῦλον:
― Βάλε καὶ τοῦ
μαστρο-Παυλάκη ἕνα ρούμι, εἶπεν.
Ὡς
ἀπὸ Θεοῦ σταλμένος
διὰ νὰ λύσῃ
τὸ ζήτημα τῆς πεντάρας
μεταξὺ τοῦ πελάτου καὶ
τοῦ ὑπηρέτου, ἐκάθισε
πλησίον τοῦ Παύλου καὶ ἤρχισε
τοιαύτην ὁμιλίαν, ἡ ὁποία
ἦτο μὲν συνέχεια τῶν
ἰδίων λογισμῶν του, εἰς
δὲ τὸν Παῦλον
ἐφάνη ὡς συνηγορία ὑπὲρ
τῶν ἰδικῶν
του παραπόνων.
― Ποῦ σκόλη καὶ
γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, εἶπεν· οὔτε
καθισιό, οὔτε χουζούρι. Τ᾽ Ἁι-Νικολάου
δουλέψαμε, τ᾽ Ἁι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, τὴν
Κυριακὴ προχθὲς δουλέψαμε.
Ἔρχουνται Χριστούγεννα, καὶ
θαρρῶ πὼς θὰ
δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.
Ὁ
Παῦλος ἔσεισε τὴν
κεφαλήν.
― Θέλω κάτι νὰ πῶ,
ἀλλὰ δὲν
ξέρω γιὰ νὰ τὰ
σταμπάρω περὶ γραμμάτου, μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπε.
Μοῦ φαίνεται πὼς αὐτοὶ
οἱ μαστόροι, αὐτοὶ
οἱ ἀρχόντοι, αὐτὴ
ἡ κοινωνία πολὺ κακὰ
ἔχουν διωρισμένα τὰ πράγματα. Ἀντὶ
νὰ εἶναι ἡ
δουλειὰ μοιρασμένη ἴσα στὶς
καθημερινές, πέφτει μονομιᾶς καὶ μονομπάντα.
Δουλεύουμε βιαστικὰ τὶς γιορτάδες,
καὶ ὕστερα χασομεροῦμε βδομάδες
καὶ μῆνες τὶς
καθημερινές.
― Εἶναι κ᾽ ἡ
τεμπελιὰ στὸ μέσο, εἶπε
μετὰ πονηρᾶς αὐθαδείας
τὸ παιδὶ τοῦ
καπηλείου, ὠφεληθὲν ἀπὸ
μίαν στιγμὴν καθ᾽ ἣν
ὁ ἀφέντης του εἶχεν ὁμιλίαν
εἰς τὸ κατώφλιον τῆς
θύρας καὶ δὲν ἠδύνατο
ν᾽ ἀκούσῃ.
― Ἂς εἶναι, τί νὰ
σοῦ κάμῃ ἡ
προκομμάδα κ᾽ ἡ τεμπελιά; εἶπεν ὁ
Δημήτρης. Τὸ σωστὸ εἶναι,
πολλὰ κεσάτια κι ὀλίγη μαζωμένη
δουλειά. Καλὰ λέει ὁ μαστρο-Παῦλος.
Ἄλλο ἂν εἶμαι
ἀκαμάτης ἐγώ, ἂς
ποῦμε, ἢ ὁ
Παῦλος, ἢ ὁ
Πέτρος, ἢ ὁ Κώστας, ἢ ὁ
Γκίκας. Ἐμένα ἡ φαμίλια μου
δουλεύει, ἐγὼ δουλεύω, ὁ γυιός μου
δουλεύει, τὸ κορίτσι πάει στὴν μοδίστρα.
Καὶ μ᾽ ὅλα
αὐτά, δὲν μποροῦμε
ἀκόμα νὰ βγάλουμε τὰ
νοίκια τῆς κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε γιὰ
τὴ σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γιὰ
τὸν μπακάλη, γιὰ τὸ
μανάβη, γιὰ τὸν τσαγκάρη,
γιὰ τὸν ἔμπορο.
Ἡ κόρη θέλει τὸ λοῦσό
της, ὁ νέος θέλει τὸ καφενεῖό
του, τὸ ροῦχό του, τὸ
γλέντι του. Ὕστερα, κάμε προκοπή.
―Ὑγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπεν
ὁ Παυλέτος, ἀποκρινόμενος
εἰς τοὺς ἰδίους
στοχασμούς του. Ὑγρασία κάτω στὰ μαγαζειά,
χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ
δουλειὰ βαριά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ὕστερα
κόπιασε, ἂν ἀγαπᾷς,
νὰ ἀργάζῃς τομάρια. Τὸ
δικό μας τὸ τομάρι ἄργασε πιά, ἄργασε…
― Καλὰ ἀργασμένο
τὸ δικό σου, μαστρο-Παῦλε,
αὐθαδίασε πάλιν ὁ ὑπηρέτης,
αἰνιττόμενος ἴσως τὰς
μεταξὺ τοῦ Παύλου καὶ
τοῦ γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Εἶτα εἰσῆλθεν ὁ κάπηλος. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ἀπῆλθε (διὰ) νὰ ἐπαναλάβῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ ἡ ὁμιλία ἔπαυσεν.
Ὁ
μαστρο-Παῦλος ἀφέθη εἰς
τὰς φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον
παραμονή, τὴν ἄλλην
Χριστούγεννα. Νὰ εἶχε
τουλάχιστον λεπτὰ διὰ νὰ
ἀγοράσῃ ἕνα
γαλόπουλο, νὰ κάμῃ κι αὐτὸς
Χριστούγεννα στὸ σπίτι του, καθὼς ὅλοι.
Μετενόει τώρα πικρῶς, διότι δὲν ἐπῆγε
τὰς τελευταίας ἡμέρας εἰς
τὰ βυρσοδεψεῖα νὰ
δουλέψῃ, νὰ βγάλῃ
ὀλίγα λεπτά, διὰ νὰ
περάσῃ πτωχικὰ τὰς
ἑορτάς. «Ὑγρασία
μεγάλη, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ
δουλειὰ βαριά. Κόπιασε νὰ ἀργάζῃς
τομάρια! Τὸ δικό μας τὸ τομάρι
θέλει ἄργασμα.»
Εἶχεν ἀκούσει τὸν
λαϊκὸν μῦθον διὰ
τὸν τεμπέλην, ὁποὺ
ἐπήγαιναν νὰ τὸν
κρεμάσουν, καὶ ὅστις συγκατένευε νὰ
ζήσῃ ὑπὸ τὸν ὅρον
νὰ εἶναι «βρεμένο
τὸ παξιμάδι». Ἐγνώριζε καὶ
τὴν ἄλλην
διήγησιν διὰ τὸ
τεμπελχανειό, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε,
λέγουν, ὁ Μεχμεταλὴς εἰς
τὴν πατρίδα του Καβάλαν. Ἐκεῖ,
ἐπειδὴ τὸ
κακὸν εἶχε
παραγίνει, ὁ ἐπιστάτης ἐσοφίσθη νὰ
στρώνῃ μίαν ψάθαν, ἐπὶ
τῆς ὁποίας ἠνάγκαζε
τοὺς ἀέργους νὰ
ἐξαπλώνωνται. Εἶτα ἔβαλλε
φωτιὰν εἰς τὴν
ψάθαν. Ὅποιος ἐπροτίμα νὰ
καῇ, παρὰ νὰ
σηκωθῇ ἀπὸ τὴν θέσιν του,
ἦτο σωστὸς τεμπέλης κ᾽
ἐδικαιοῦτο νὰ
φάγῃ δωρεὰν τὸ
πιλάφι. Ὅποιος ἐσηκώνετο κ᾽
ἔφευγε τὸ πῦρ,
δὲν ἦτον σωστὸς
τεμπέλης κ᾽ ἔχανε τὰ δικαιώματα.
Τόσοι Βαλλιᾶνοι, τόσοι Ἀβέρωφ καὶ
Συγγροί, ἐσκέπτετο ὁ μαστρο-Παῦλος,
καὶ κανεὶς ἐξ
αὐτῶν νὰ μὴν
ἱδρύσῃ παραπλήσιόν
τι εἰς τὰς Ἀθήνας!
Ὁ
μαστρο-Παυλάκης ἐπεριδιάβασεν ἀκόμη δύο ἡμέρας,
καὶ τὴν ἄλλην
ἦτο Παραμονή. Τὸ γαλόπουλον
δὲν ἔπαυσε νὰ
τὸ ὀνειροπολῇ καὶ
νὰ τὸ ὀρέγεται.
Πῶς νὰ τὸ
προμηθευθῇ;
Ἀφοῦ
ἐνύκτωσε, διωγμένος καθὼς
ἦτον ἀπὸ
τὸ σπίτι, ἀπετόλμησε καὶ
ἦλθεν ἀπὸ
ἕνα πλάγιον δρομίσκον καὶ
ἦτον ἕτοιμος νὰ
χωθῇ εἰς τὸ
καπηλεῖον. Ὁ νοῦς
του ἦτο ἀναποσπάστως
προσηλωμένος εἰς τὸ γαλόπουλο.
Θὰ ἐχρησίμευε τοῦτο, ἐὰν
τὸ εἶχε, καὶ
ὡς μέσον συνδιαλλαγῆς
μὲ τὴν γυναῖκά
του.
Ἐκεῖ,
καθὼς ἐστράφη νὰ
ἐμβῇ εἰς
τὸ καπηλεῖον, βλέπει ἓν
παιδίον τῆς ἀγορᾶς
μὲ μίαν κοφίναν ἐπ᾽
ὤμων, ἤτις ἐφαίνετο
ἀκριβῶς νὰ
περικλείῃ ἕνα γάλον, ἀγριολάχανα,
πορτοκάλια, ἴσως καὶ βούτυρον καὶ
ἄλλα καλὰ πράγματα. Τὸ
παιδίον ἐκοίταζε δεξιὰ καὶ
ἀριστερὰ κ᾽
ἐφαίνετο νὰ ἀναζητῇ
οἰκίαν τινά. Ἦτο ἕτοιμον
νὰ εἰσέλθῃ
εἰς τὸ καπηλεῖον
διὰ νὰ ἐρωτήσῃ.
Ἔπειτα εἶδε τὸν
Παῦλον κ᾽ ἐστράφη
πρὸς αὐτόν:
― Ξέρεις, πατριώτη, τουλόγου σου, ποῦ
εἶναι δῶ χάμω τὸ
σπίτι τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ
Μπελιοπούλου;
― Τοῦ κὺρ
Θανάση τοῦ Μπε…
Ἀστραπὴ
ὡς ἰδέα ἔλαμψεν
εἰς τὸ πνεῦμα
τοῦ Παύλου.
― Μοῦ ᾽πε
τὸν ἀριθμὸ
καὶ τὸν ἐξέχασα…
τώρα γλήγορα ἔπιασε σπίτι δῶ χάμω, σ᾽
αὐτὸ τὸ δρόμο… τὸν
εἶχα μουστερὴ ἀπὸ
πρῶτα… μπροστύτερα καθότανε παραπέρα, στὸ
Γεράνι.
― Τοῦ κὺρ
Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου! ηὐτοσχεδίασεν ὁ
μαστρο-Παῦλος· νά, ἐδῶ
εἶναι τὸ σπίτι του.
Νὰ φωνάξῃς τὴν
κυρα-Παύλαινα, μέσα, στὴν κάτω κάμαρα, στὸ ἰσόγειο…
αὐτὴ εἶναι ἡ
νοικοκυρά του… πῶς νὰ πῶ;
εἶναι γενιά του… τὴν ἔχει
λῦσε-δέσε, σ᾽ ὅλα
τὰ πάντα… οἰκονόμισσα στὸ
νοικοκυριό του… εἶναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω νὰ
πῶ, ἀνιψιά του… ἐφώναξέ
την καὶ δῶσέ της τὰ
ψώνια.
Καὶ βαδίσας ὁ
ἴδιος πέντε βήματα, κατὰ
τὴν θύραν τῆς αὐλῆς,
ἔκαμε πὼς φώναξε:
― Κυρα-Παύλαινα, κόπιασ᾽
ἐδῶ νὰ πάρῃς
τὰ ψώνια ποὺ σοῦ
στέλνει ὁ κύριος… ὁ ἀφέντης
σου.
Καλὰ ἦλθαν
τὰ πράγματα ἕως τώρα. Ὁ
μαστρο-Παυλάκης ἔτριβε τὰς χεῖρας
καὶ ᾐσθάνετο εἰς τὴν
ρῖνά του τὴν κνῖσαν
τοῦ ψητοῦ κούρκου. Καὶ
δὲν τὸν ἔμελε
τόσον διὰ τὸν κοῦρκον,
ἀλλὰ θὰ
ἐφιλιώνετο μὲ τὴν
γυναῖκά του. Τὴν νύκτα ἐπέρασεν
εἰς ἓν ὁλονύκτιον
καφενεῖον καὶ τὸ
πρωὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν
ἐκκλησίαν.
Ὅλην
τὴν ἡμέραν
προσεκολλήθη εἰς μίαν συντροφιάν, ἔπειτα
εἰς μίαν ἄλλην παλαιῶν
γνωρίμων του, εἰς τὸ καπηλεῖον,
ὁποὺ ἔμεινε
τὰς περισσοτέρας ὥρας ἀνοικτὸν
μὲ τὰ παράθυρα
κλεισμένα, κ᾽ ἐπέρασε μὲ ὀλίγους
μεζέδες καὶ μὲ ἀρκετὰ
κεράσματα.
Τὸ βράδυ, ἀφοῦ
ἐνύκτωσεν, ἐπῆγε
μὲ τόλμην, ἀπὸ
τὰς πολλὰς σπονδὰς
καὶ ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν
τοῦ κούρκου, κ᾽ ἔκρουσε
τὴν θύραν τῆς οἰκογενείας
του. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη
ἔσωθεν.
― Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, ἐφώναξεν
ἀπ᾽ ἔξω. Χρόνους πολλούς. Πῶς
πῆγε ὁ γάλος;
Βλέπεις, ἐγὼ πάλε;
Οὐκ ἦν φωνὴ
οὐδὲ ἀκρόασις. Ὅλη ἡ
αὐλὴ ἦτο ἥσυχος. Τὰ
ἰσόγεια, αἱ τρῶγλαι,
τὰ κοτέτσια τῆς
κυρα-Στρατίνας, ὅλα ἐκοιμῶντο.
Ὁ σκύλος μόνον ἐγνώρισε τὸν
μαστρο-Παῦλον, ἔγρυξεν ὀλίγον
καὶ πάλιν ἡσύχασε.
Ὑπῆρχον
ἐκεῖ ἐκτὸς
ἀπὸ τὸ ψυχομέτρι
τριῶν ἢ τεσσάρων οἰκογενειῶν,
ὁποὺ ἐκατοικοῦσαν
εἰς τ᾽ ἀνήλια
δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ὄρνιθες, τέσσαρες γάττοι, δύο ἰνδιάνοι
καὶ πολλὰ ζεύγη
περιστερῶν. Αἱ δύο γίδες ἀνεχάραζαν
βαθιὰ εἰς τὸ
σκεπασμένον μανδράκι τους, αἱ ὄρνιθες ἔκλωζον ὑποκώφως
εἰς τὰ κοτέτσια
τους, τὰ περιστέρια εἶχαν μαζωχθῆ
εἰς τοὺς περιστερῶνας
περίτρομα ἀπὸ τὸ κυνήγι, ὁποὺ
ἤρχιζον τὴν νύκτα ἐναντίον
των οἱ γάττοι. Ὅλοι αὐτοὶ
οἱ μικροὶ θόρυβοι ἦσαν
τὸ ρογχάλισμα τῆς αὐλῆς
κοιμωμένης.
Πάραυτα ἠκούσθη
κρότος βημάτων εἰς τὸ σπίτι.
―Ἔ, μαστρο-Παῦλε, εἶπε
πλησιάσασα ἡ κυρα-Στρατίνα, νά ᾽χουμε
καὶ καλὸ ρώτημα… Τί
γάλος καὶ γαλίζεις καὶ γυαλίζεις
καὶ καλὸ νὰ
μὄχῃς, ἀσίκη μου; Εἴδαμε
κ᾽ ἐπάθαμε νὰ σκεπάσουμε
τὸ πρᾶμα, νὰ
μὴ προσβαλθῇ τὸ
σπίτι… Ἐκεῖνος ποὺ
ἦτον δικός του ὁ γάλος, ἦρθε
μεσάνυχτα κ᾽ ἐφώναζε, ἔκανε τὸ
κακό, καὶ μᾶς φοβέριζε ὅλους,
κ᾽ ἡ φαμίλια σου, ἐπειδὴς
τὸν εἶχε κόψει τὸ
γάλο, μαθές, καὶ τὸν εἶχε
βάλει στὸ τσουκάλι, βρέθηκε στὰ
στενά.. κλειδώθηκε μὲς στὴν κάμερα, καὶ
δὲν ἤξερε τί νὰ
κάμῃ… Εἶπε καὶ
ὁ κουνιάδος σου… καλὸ
κελεπούρι ἦτον κι αὐτό, μαθές…
καὶ ἐπέρασεν ἡ φαμίλια σου
ὅλην τὴν ἡμέρα
κλειδομανταλωμένη μέσα, ἀπὸ φόβο μὴ ξαναέλθῃ
κεῖνος πού ᾽χε τὸ
γάλο καὶ μᾶς φέρῃ
καὶ τὴν ἀστυνομία…
ἦτον φόβος νὰ μὴν
προσβαλθῇ κ᾽ ἐμένα
τὸ σπίτι μου. Ἄλλη φορά, τέτοια
ἀστεῖα νὰ
μὴν τὰ κάνῃς,
μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολὴ νὰ λείπῃ
ἀπὸ τὸ σπίτι μου ἐμένα!
Τ᾽ ἄκουσες;
Ὁ
μαστρο-Παῦλος ἠρώτησε
δειλά:
― Τώρα… εἶναι μέσα ἡ
φαμίλια μου;
― Εἶναι μέσα ὅλοι τους, κ᾽
ἔχουνε κλειδωμένα καλά, καὶ
τὸ φῶς
κατεβασμένο, διὰ τὸν φόβο τῶν
Ἰουδαίωνε. Κοίταξε μὴ
σὲ νοιώσῃ ἀπὸ
πουθενὰ κεῖνος ὁ
σκιάς, ὁ κουνιάδος σου, πάλε…
― Εἶναι μέσα;
―Ἢ μέσα εἶναι ἢ
ὅπου εἶναι ἔφτασε…
νά, κάπου ἀκούω τὴ φωνή του.
Ἠκούσθη
τῷ ὄντι μία φωνὴ ἐκεῖ
πλησίον, ἥτις δὲν ὑπέσχετο
καλὰ διὰ τὸν
νυκτερινὸν ἐπισκέπτην.
―Ἔ, μαστρο-Παυλῖνε, ἔλεγε,
καλὸς ἦτον ὁ
γάλος;
Ποῖος ἦτον
ὁ ὁμιλήσας, ἄδηλον. Ἴσως
νὰ ἦτον ὁ
μαστρο-Δημήτρης, ὁ γείτων. Δυνατὸν νὰ
ἦτο καὶ ὁ
φοβερὸς γυναικάδελφος τοῦ
μαστρο-Παύλου.
― Καὶ νὰ
μὴν πάρω κ᾽ ἐγὼ
ἕνα μεζέ; παρεπονέθη ὣς
τόσον ὁ ἄνθρωπός μας.
― Τί σοῦ χρειάζεται ὁ
μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; ἐπανέλαβεν ἡ Στρατίνα. Τὰ
πράματα εἶναι πολὺ σκοῦρα,
ἄφ᾽σε τ᾽ αὐτά!
Δουλειά, δουλειά! Ἡ δουλειὰ βγάζει
παλληκάρια. Ὅ,τι ἔγινε ἔγινε,
νὰ πᾷς νὰ
δουλέψῃς, νὰ μοῦ
φέρῃς κ᾽ ἐμένα τὰ νοίκια μου. Τ᾽ ἀκοῦς;
― Τ᾽ ἀκούω.
― Φέρε μου ἐσὺ
τὸν παρά, κ᾽ ἐγώ,
μὲ ὅλη τὴ φτώχεια, τὴν
θυσιάζω μιὰ γαλοπούλα καὶ τρῶμε.
Ἠκούσθη
ἀπὸ μέσα βραχνὸς
μορμυρισμός, εἶτα φωνὴ μικροῦ
παιδίου εἶπε:
― ᾽Τὴν ὑγειά σου,
ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακὲ πατέλα. Τόνε φάαμε τὸ
λάλο. Νά πάλε καὶ σὺ πέντε, κ᾽
ἄλλα πέντε, δέκα.
Προφανῶς ἦτον
μέσα ὁ φοβερὸς ὁ
γυναικάδελφος, καὶ εἶχε
δασκαλέψει τὸ παιδὶ νὰ
τὰ φωνάξῃ αὐτά.
― Μὴ στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, εἶπεν
ἡ Στρατίνα· τὸ καλὸ
ποὺ σοῦ θέλω! Δρόμο
τώρα, καὶ μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Ἠκούσθη
κρότος, ὡς νὰ ἐσηκώθη
τις ἀπὸ μέσα, καὶ νὰ
ἐπλησίαζε μὲ βαρὺ
βῆμα πρὸς τὴν
θύραν…
― Δρόμο, ἐπανέλαβε μηχανικῶς ὁ Παῦλος, συμμορφούμενος ἐμπράκτως μὲ τὴν λέξιν… δρόμο καὶ δουλειά!