Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Τα κάλαντα
Νικηφόρος Λύτρας

Τα κάλαντα

Ναπολέων Λαπαθιώτης

 

Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ' όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν...


— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;... Ως το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.


Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα. Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.


Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει... Ως κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του 'χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ' ένα δίφραγκο...


Κατά τις δυο τ' απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ' άλλες γειτονιές.
Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν' η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ' έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί...
Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ' αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν' ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα 'λεγαν, απλώς, «για το καλό»...


Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.
Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ' ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ' τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο...


Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ' άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.
Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές.


Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς...
Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν κάποιο μυστικό...


Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.
Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ' τις ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε «Καληνύχτα»...


Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.


Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ' αυτό το μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ' ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες.


Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά...
Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο...


Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί...
Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ' απορία...


Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ' από χωράφια, και τα πόδια τους βούλιαζαν μέσ' στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ' τις βροχές.
Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. Τ' άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ' στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε...


Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει...
Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ' εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται... Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ' τα χέρια.


Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ' έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα 'λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ' από τ' άλλα, σ' ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ' στους άλλους ήχους της Ορχήστρας!
Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να 'χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί...
Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.


Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ' ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.
Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.
Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που 'φτασε στ' αυτιά τους, ήταν σαν ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας...


Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα.
Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ' στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.


Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ' απ' τους αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,
Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το φως, που 'βγαινε απ' τα βάθη της καλύβας. 'Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.
Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ' ανακαλύψουν...


Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ' ένα μωρό.


Ήταν καθισμένη χάμω, σ' ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.
Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.
Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.


Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν...
Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!


Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.
Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.
Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.
Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.


Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι.
Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ' άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ' αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με ζεντέφια.


Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά.
Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβο­λάει σα ναός...


Κι έβγαλαν μέσ' απ' τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ' ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά...

 

Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα...


Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ' στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι...
Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ' στα βάθη της ψυχής του, πως όλ' αυτά, τα είχε δει μέσ' στ' όνειρό του... Και γι' αυτό, το βράδυ που ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα.


Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους, που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.


Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα...





Τα Χριστούγεννα  του τεμπέλη
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Στν ταβέρνα το Πατσοπούλου, ν βορρς φύσα, κα ψηλ ες τ βουν χιόνιζεν, να πρωί, μβκε ν πί να ρώμι ν ζεσταθ μαστρο-Παλος Πισκολέτος, διωγμένος π τν γυνακά του, βρισμένος π τν πενθεράν του, δαρμένος π τν κουνιάδον του, ξωρκισμένος π τν κυρα-Στρατίναν τν σπιτονοικοκυράν του, κα φασκελωμένος π τν μικρν τριετ υόν του, τν ποον προκομμένος θεός του δίδασκεν πιμελς, πως κα γονες κόμη πράττουν ες τ «κατώτερα στρώματα», πς ν μουντζών, ν βρίζ, ν βλασφημ κα ν κατεβάζ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατ κα κόλλυβα. Κ πειτα, γράψε θηναϊκ διηγήματα!.....

προβλεπτικς κάπηλος, δι ν ρχωνται σκανδαλίστως ν ψωνίζουν α καλα οκοκυράδες, α γειτόνισσαι, εχε σιμ ες τ βαρέλια κα τς φιάλας, πρς πίδειξιν μλλον, λίγον σάπωνα, κόλλαν, ρύζιον κα ζάχαριν, εχε δ κα μύλον δι ν κόπτ καφέν. λλ βλεπες πρω κα βράδυ ν ξέρχωνται, τημέλητοι κα μισοκτενισμέναι, γυνακες φέρουσαι τν μίαν χερα π τν πτυχν τς σθτος, παρ τ σχίον, κα τοτο σήμαινεν, τι τ ψώνιον δν το σάπων, οτε ρύζιον ζάχαρις.

ρχετο πολλάκις τς μέρας γρια-Βασίλω, πτωχή, ρημη κα ξένη στ ξένα, τις δν εχε προλήψεις, κ πινε φανερ τ ρούμι της. ρχετο κα κυρα-Κώσταινα Κλησιάρισσα, τις βοηθοσε τ κατ δύναμιν ες τν κκλησίαν, σταμένη πλησίον το μανουαλίου, δι ν κολλ τ κηρία, κα σας πεντάρας παιρνε τν Κυριακήν, λας τς πινε, μετ εσυνειδήτου κριβείας, τν Δευτέραν, Τρίτην κα Τετάρτην.

ρχετο κ Στρατίνα, νοικοκυρ μ δύο σπίτια, πο φώναζεν ες τν αλόπορταν, ες τν δρόμον κα ες τ καπηλεον λα τ μυστικά της, δηλ. τ μυστικ τν λλων, κα μέρος μν ατν μενον ες τν αλήν, μέρος δ πιπτον ες τ καπηλεον, κα τ περισσότερα χύνοντο ες τν δρόμον· κ ξωνομάτιζε τν κόσμον, ποία νοικάρισσα τς καθυστερε δύο νοίκια, ποος φειλέτης τς χρεωστε τν τόκον, ποία γειτόνισσα τς πρεν να εδος, δανεικν κι γύριστον. μαστρο-Δημήτρης φραγκορράφτης τς χρωστοσε τρία νοίκια, μαστρο-Παλος Πισκολέτος πέντε, κα τν μνα πο τρεχεν, ξ. Λενι κουμπάρα της τς πέρασε δευτέραν ποθήκην μ δόλον ες τ σπίτι, κα τώρα τον νάγκη ν τρέχ ες δικηγόρους κα συμβολαιογράφους δι ν ξασφαλίσ τ δίκαιά της. Κατίνα, νεψιά της π τν πρτον νδρα της, τς εχεν φήσει να μανάτι δι ν τν δανείσ δέκα δραχμάς, κα τώρα κατ τν κτίμησιν δύο χρυσοχόων πεδείχθη τι τ σημικν το κάλπικον κα δν ξιζεν οτε σον ξιζαν τ δύο φυσέκια μ τς σκουριασμένες μπακίρες ― τς ποίας, φο, κατ τν συνήθειάν της (ατ δν τ λεγεν, λλ το γνωστόν), βγαλεν ξω τν γερο-Στρατήν, τν νδρα της, τν κόρην της, τν Μαργαρίταν, κα τν γγονήν της, τν Λενούλαν, νοιξε τν κρύπτην, πέθεσεν κε τ νέχυρον, βγαλε τ κομπόδεμα, λαβε τ φυσέκια, κα τ νεχείρισε μ τρόπον, πο σήμαινε ν τ δώσ κα ν μν τ δώσ, κ φαίνοντο ς ν κολλοσαν στ χέρια της, ες τν πτωχν τν Κατίναν.

σημίνα, παλαι νοικάρισσά της, τραγουδίστρα τ πάγγελμα, ταν ξεκουμπίσθη κ φυγε, τς χρωστοσε τρία μηνιάτικα κ ννέα μέρας. Κα τ μν πιπλα, πο πρεπε κατ δίκαιον τρόπον ν τ κχωρήσ ες τν σπιτονοικοκυράν, τ παρέδωκεν ες τν κακόν της, τν τελευταον γαπητικόν της, πο ν τσάκιζε τ πόδι της, ν μν εχε σώσει ποτέ… κα ες ατν δν δωκεν λλο τίποτε, παρ να παλιοφυλαχτν κε, λιγδιασμένον, κα τς επε μυστηριωδς τι ατ περιεχε τίμιον ξύλον… Σν γκρεμοτσακίσθη κ φυγε, τ νοίγει κα ατ κ περιεργείας, κα ντ τιμίου ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ κοτε σες ατά;

Εσλθε ριγν μαστρο-Παυλάκης κα ζήτησεν να ρώμι. Τ παιδ το καπηλείου, πο τν ξευρε καλά, το επεν·

χεις πεντάρα;

νθρωπος σεισε τος μους μ τρόπον διφορούμενον.

Βάλε σ τ ρούμι, επεν.

Πς ν χ πεντάρα; Καλ κα τ λεπτά, καλ κ δουλειά, καλ κα τ κρασί, καλ κ κουβέντα, λα καλά. Καλύτερον π λα ρστώνη, τ δόλτσε φρ νιέντε τν δελφν ταλν. ν ες ατν νετίθετο ν συντάξ τν κανονισμν τς βδομάδος, θ ριζε τν Κυριακν δι σχόλην, τν Δευτέραν δι χουζούρι, τν Τρίτην δι σουλάτσο, τν Τετάρτην, Πέμπτην κα Παρασκευν δι ργασίαν, κα τ Σάββατον δι ξεκούρασμα. Ποος λέγει τι α ορτα εναι παραπολλα δι τος ρθοδόξους λληνας, κα α ργάσιμοι εναι πολ λίγαι; Ατ τ λέγουν σοι δν καμαν ποτ σωματικν ργασίαν κα ξεύρουν μόνον δι τος λλους ν θεσμοθετον.

κριβς τν ραν ταύτην λθεν π ντικρ Δημήτρης φραγκορράφτης, δι ν πί τ πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν εχε ν κάμν ατ τ συχν ταξιδάκια, καθς τ νόμαζε. Διέκοπτεν π πέντε λεπτ τν ργασίαν του δέκα φορς τν μέραν, κα ρχετο ν πί να κρασί. παιρνεν ργασίαν π τ μαγαζει κ δούλευεν ς κάλφας ες τ δωμάτιόν του. Εσλθε κα παρήγγειλεν να κρασί. Ετα δν τν Παλον:

Βάλε κα το μαστρο-Παυλάκη να ρούμι, επεν.

ς π Θεο σταλμένος δι ν λύσ τ ζήτημα τς πεντάρας μεταξ το πελάτου κα το πηρέτου, κάθισε πλησίον το Παύλου κα ρχισε τοιαύτην μιλίαν, ποία το μν συνέχεια τν δίων λογισμν του, ες δ τν Παλον φάνη ς συνηγορία πρ τν δικν του παραπόνων.

Πο σκόλη κα γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, επεν· οτε καθισιό, οτε χουζούρι. Τ ι-Νικολάου δουλέψαμε, τ ι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, τν Κυριακ προχθς δουλέψαμε. ρχουνται Χριστούγεννα, κα θαρρ πς θ δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.

Παλος σεισε τν κεφαλήν.

Θέλω κάτι ν π, λλ δν ξέρω γι ν τ σταμπάρω περ γραμμάτου, μαστρο-Δημήτρη μου, επε. Μο φαίνεται πς ατο ο μαστόροι, ατο ο ρχόντοι, ατ κοινωνία πολ κακ χουν διωρισμένα τ πράγματα. ντ ν εναι δουλει μοιρασμένη σα στς καθημερινές, πέφτει μονομις κα μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικ τς γιορτάδες, κα στερα χασομερομε βδομάδες κα μνες τς καθημερινές.

Εναι κ τεμπελι στ μέσο, επε μετ πονηρς αθαδείας τ παιδ το καπηλείου, φεληθν π μίαν στιγμν καθ ν φέντης του εχεν μιλίαν ες τ κατώφλιον τς θύρας κα δν δύνατο ν κούσ.

 Ἂς εναι, τί ν σο κάμ προκομμάδα κ τεμπελιά; επεν Δημήτρης. Τ σωστ εναι, πολλ κεσάτια κι λίγη μαζωμένη δουλειά. Καλ λέει μαστρο-Παλος. λλο ν εμαι καμάτης γώ, ς πομε, Παλος, Πέτρος, Κώστας, Γκίκας. μένα φαμίλια μου δουλεύει, γ δουλεύω, γυιός μου δουλεύει, τ κορίτσι πάει στν μοδίστρα. Κα μ λα ατά, δν μπορομε κόμα ν βγάλουμε τ νοίκια τς κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε γι τ σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γι τν μπακάλη, γι τ μανάβη, γι τν τσαγκάρη, γι τν μπορο. κόρη θέλει τ λοσό της, νέος θέλει τ καφενεό του, τ ροχό του, τ γλέντι του. στερα, κάμε προκοπή.

γρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, επεν Παυλέτος, ποκρινόμενος ες τος δίους στοχασμούς του. γρασία κάτω στ μαγαζειά, χαμηλ τ μέρος, δουλει βαριά, ρεματισμοί, κρυώματα. στερα κόπιασε, ν γαπς, ν ργάζς τομάρια. Τ δικό μας τ τομάρι ργασε πιά, ργασε…

Καλ ργασμένο τ δικό σου, μαστρο-Παλε, αθαδίασε πάλιν πηρέτης, ανιττόμενος σως τς μεταξ το Παύλου κα το γυναικαδέλφου του σκηνάς.

Ετα εσλθεν κάπηλος. μαστρο-Δημήτρης πλθε (δι) ν παναλάβ τν ργασίαν του κα μιλία παυσεν.

μαστρο-Παλος φέθη ες τς φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, τν λλην Χριστούγεννα. Ν εχε τουλάχιστον λεπτ δι ν γοράσ να γαλόπουλο, ν κάμ κι ατς Χριστούγεννα στ σπίτι του, καθς λοι. Μετενόει τώρα πικρς, διότι δν πγε τς τελευταίας μέρας ες τ βυρσοδεψεα ν δουλέψ, ν βγάλ λίγα λεπτά, δι ν περάσ πτωχικ τς ορτάς. «γρασία μεγάλη, χαμηλ τ μέρος, δουλει βαριά. Κόπιασε ν ργάζς τομάρια! Τ δικό μας τ τομάρι θέλει ργασμα.»

Εχεν κούσει τν λαϊκν μθον δι τν τεμπέλην, πο πήγαιναν ν τν κρεμάσουν, κα στις συγκατένευε ν ζήσ π τν ρον ν εναι «βρεμένο τ παξιμάδι». γνώριζε κα τν λλην διήγησιν δι τ τεμπελχανειό, τ ποον δρυσε, λέγουν, Μεχμεταλς ες τν πατρίδα του Καβάλαν. κε, πειδ τ κακν εχε παραγίνει, πιστάτης σοφίσθη ν στρών μίαν ψάθαν, π τς ποίας νάγκαζε τος έργους ν ξαπλώνωνται. Ετα βαλλε φωτιν ες τν ψάθαν. ποιος προτίμα ν κα, παρ ν σηκωθ π τν θέσιν του, το σωστς τεμπέλης κ δικαιοτο ν φάγ δωρεν τ πιλάφι. ποιος σηκώνετο κ φευγε τ πρ, δν τον σωστς τεμπέλης κ χανε τ δικαιώματα. Τόσοι Βαλλινοι, τόσοι βέρωφ κα Συγγροί, σκέπτετο μαστρο-Παλος, κα κανες ξ ατν ν μν δρύσ παραπλήσιόν τι ες τς θήνας!

μαστρο-Παυλάκης περιδιάβασεν κόμη δύο μέρας, κα τν λλην το Παραμονή. Τ γαλόπουλον δν παυσε ν τ νειροπολ κα ν τ ρέγεται. Πς ν τ προμηθευθ;

φο νύκτωσε, διωγμένος καθς τον π τ σπίτι, πετόλμησε κα λθεν π να πλάγιον δρομίσκον κα τον τοιμος ν χωθ ες τ καπηλεον. νος του το ναποσπάστως προσηλωμένος ες τ γαλόπουλο. Θ χρησίμευε τοτο, ἐὰν τ εχε, κα ς μέσον συνδιαλλαγς μ τν γυνακά του.

κε, καθς στράφη ν μβ ες τ καπηλεον, βλέπει ν παιδίον τς γορς μ μίαν κοφίναν π μων, τις φαίνετο κριβς ν περικλεί να γάλον, γριολάχανα, πορτοκάλια, σως κα βούτυρον κα λλα καλ πράγματα. Τ παιδίον κοίταζε δεξι κα ριστερ κ φαίνετο ν ναζητ οκίαν τινά. το τοιμον ν εσέλθ ες τ καπηλεον δι ν ρωτήσ. πειτα εδε τν Παλον κ στράφη πρς ατόν:

Ξέρεις, πατριώτη, τουλόγου σου, πο εναι δ χάμω τ σπίτι το κρ Θανάση το Μπελιοπούλου;

Το κρ Θανάση το Μπε…

στραπ ς δέα λαμψεν ες τ πνεμα το Παύλου.

Μο πε τν ριθμ κα τν ξέχασα… τώρα γλήγορα πιασε σπίτι δ χάμω, σ ατ τ δρόμο… τν εχα μουστερ π πρτα… μπροστύτερα καθότανε παραπέρα, στ Γεράνι.

Το κρ Θανάση το Μπελιοπούλου! ητοσχεδίασεν μαστρο-Παλος· νά, δ εναι τ σπίτι του. Ν φωνάξς τν κυρα-Παύλαινα, μέσα, στν κάτω κάμαρα, στ σόγειο… ατ εναι νοικοκυρά του… πς ν π; εναι γενιά του… τν χει λσε-δέσε, σ λα τ πάντα… οκονόμισσα στ νοικοκυριό του… εναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω ν π, νιψιά του… φώναξέ την κα δσέ της τ ψώνια.

Κα βαδίσας διος πέντε βήματα, κατ τν θύραν τς αλς, καμε πς φώναξε:

Κυρα-Παύλαινα, κόπιασ δ ν πάρς τ ψώνια πο σο στέλνει κύριος… φέντης σου.

Καλ λθαν τ πράγματα ως τώρα. μαστρο-Παυλάκης τριβε τς χερας κα σθάνετο ες τν ρνά του τν κνσαν το ψητο κούρκου. Κα δν τν μελε τόσον δι τν κορκον, λλ θ φιλιώνετο μ τν γυνακά του. Τν νύκτα πέρασεν ες ν λονύκτιον καφενεον κα τ πρω πγεν ες τν κκλησίαν.

λην τν μέραν προσεκολλήθη ες μίαν συντροφιάν, πειτα ες μίαν λλην παλαιν γνωρίμων του, ες τ καπηλεον, πο μεινε τς περισσοτέρας ρας νοικτν μ τ παράθυρα κλεισμένα, κ πέρασε μ λίγους μεζέδες κα μ ρκετ κεράσματα.

Τ βράδυ, φο νύκτωσεν, πγε μ τόλμην, π τς πολλς σπονδς κα π τν νθύμησιν το κούρκου, κ κρουσε τν θύραν τς οκογενείας του. θύρα το κλεισμένη σωθεν.

Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, φώναξεν π ξω. Χρόνους πολλούς. Πς πγε γάλος; Βλέπεις, γ πάλε;

Οκ ν φων οδ κρόασις. λη αλ το συχος. Τ σόγεια, α τργλαι, τ κοτέτσια τς κυρα-Στρατίνας, λα κοιμντο. σκύλος μόνον γνώρισε τν μαστρο-Παλον, γρυξεν λίγον κα πάλιν σύχασε.

πρχον κε κτς π τ ψυχομέτρι τριν τεσσάρων οκογενειν, πο κατοικοσαν ες τ νήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ρνιθες, τέσσαρες γάττοι, δύο νδιάνοι κα πολλ ζεύγη περιστερν. Α δύο γίδες νεχάραζαν βαθι ες τ σκεπασμένον μανδράκι τους, α ρνιθες κλωζον ποκώφως ες τ κοτέτσια τους, τ περιστέρια εχαν μαζωχθ ες τος περιστερνας περίτρομα π τ κυνήγι, πο ρχιζον τν νύκτα ναντίον των ο γάττοι. λοι ατο ο μικρο θόρυβοι σαν τ ρογχάλισμα τς αλς κοιμωμένης.

Πάραυτα κούσθη κρότος βημάτων ες τ σπίτι.

, μαστρο-Παλε, επε πλησιάσασα κυρα-Στρατίνα, νά χουμε κα καλ ρώτημα… Τί γάλος κα γαλίζεις κα γυαλίζεις κα καλ ν μχς, σίκη μου; Εδαμε κ πάθαμε ν σκεπάσουμε τ πρμα, ν μ προσβαλθ τ σπίτι… κενος πο τον δικός του γάλος, ρθε μεσάνυχτα κ φώναζε, κανε τ κακό, κα μς φοβέριζε λους, κ φαμίλια σου, πειδς τν εχε κόψει τ γάλο, μαθές, κα τν εχε βάλει στ τσουκάλι, βρέθηκε στ στενά.. κλειδώθηκε μς στν κάμερα, κα δν ξερε τί ν κάμ… Επε κα κουνιάδος σου… καλ κελεπούρι τον κι ατό, μαθές… κα πέρασεν φαμίλια σου λην τν μέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, π φόβο μ ξαναέλθ κενος πού χε τ γάλο κα μς φέρ κα τν στυνομία… τον φόβος ν μν προσβαλθ κ μένα τ σπίτι μου. λλη φορά, τέτοια στεα ν μν τ κάνς, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολ ν λείπ π τ σπίτι μου μένα! Τ κουσες;

μαστρο-Παλος ρώτησε δειλά:

Τώρα… εναι μέσα φαμίλια μου;

Εναι μέσα λοι τους, κ χουνε κλειδωμένα καλά, κα τ φς κατεβασμένο, δι τν φόβο τν ουδαίωνε. Κοίταξε μ σ νοιώσ π πουθεν κενος σκιάς, κουνιάδος σου, πάλε…

Εναι μέσα;

μέσα εναι που εναι φτασε… νά, κάπου κούω τ φωνή του.

κούσθη τ ντι μία φων κε πλησίον, τις δν πέσχετο καλ δι τν νυκτερινν πισκέπτην.

, μαστρο-Παυλνε, λεγε, καλς τον γάλος;

Ποος τον μιλήσας, δηλον. σως ν τον μαστρο-Δημήτρης, γείτων. Δυνατν ν το κα φοβερς γυναικάδελφος το μαστρο-Παύλου.

Κα ν μν πάρω κ γ να μεζέ; παρεπονέθη ς τόσον νθρωπός μας.

Τί σο χρειάζεται μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; πανέλαβεν Στρατίνα. Τ πράματα εναι πολ σκορα, φσε τ ατά! Δουλειά, δουλειά! δουλει βγάζει παλληκάρια. ,τι γινε γινε, ν πς ν δουλέψς, ν μο φέρς κ μένα τ νοίκια μου. Τ κος;

Τ κούω.

Φέρε μου σ τν παρά, κ γώ, μ λη τ φτώχεια, τν θυσιάζω μι γαλοπούλα κα τρμε.

κούσθη π μέσα βραχνς μορμυρισμός, ετα φων μικρο παιδίου επε:

 ᾽Τν γειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακ πατέλα. Τόνε φάαμε τ λάλο. Νά πάλε κα σ πέντε, κ λλα πέντε, δέκα.

Προφανς τον μέσα φοβερς γυναικάδελφος, κα εχε δασκαλέψει τ παιδ ν τ φωνάξ ατά.

Μ στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, επεν Στρατίνα· τ καλ πο σο θέλω! Δρόμο τώρα, κα μεθαύριο δουλειά, δουλειά!

κούσθη κρότος, ς ν σηκώθη τις π μέσα, κα ν πλησίαζε μ βαρ βμα πρς τν θύραν…

Δρόμο, πανέλαβε μηχανικς Παλος, συμμορφούμενος μπράκτως μ τν λέξιν… δρόμο κα δουλειά!












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

                                                       21 - 11 - 2024 Σκέψεις για το φθινόπωρο   Φέτος το φθινόπωρο άργησε να έρθει. Μετά απ...