Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022


Στη Σπηλιά

Φώτης Κόντογλου

Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δεν έρριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ’ αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ’ έπιασε κ’ έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόβατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. Το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ’ έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο (=ξερολιθιά).

Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ’ εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.

Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα, κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. Το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ’ ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ’ οι μαρχαμάδες (= τα κρόσια) κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!
Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ’ άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί να ’ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.

Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ’ ήτανε λημέρι των ληστών. Απ’ έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.

Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ’ επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ’ ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.

Θα ’τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θα ’τανε τίποτα κυνηγοί. Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.

Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που ’χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του και τα σκάγια τον πονέσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ’ άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ’ άλλα σκυλιά.

«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά. Ο άλλος που ήτανε μαζί του ήτανε ο γυιός του, ο Δημητρός. «Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ’ η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!».
Τους πήγανε στη σπηλιά. «Μωρέ, τ’ είν’ εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.

Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το ’λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια-Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ’ επειδή ξέραμε απ’ άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να ’ρθουμε στ’ αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το ’κανε!».

Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ’ έτρεμε σαν θερμιασμένο. «Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!».
Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά.
Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:

Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.

Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».
Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ’ έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!

Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ’ το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.

Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ’ έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ’ είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.

Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.

Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σιλβέστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ’ Άγιον Όρος για ελέη, κ’ ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορος στο Όρος, κ’ ήτανε από τη Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ’ έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να ’μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.
Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ’ απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ’ επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι (=μαντρί). Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ’-Απόστολο με τον μούτσο.

Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.

«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε “εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…”, φτάξατε κ’ εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, “σμύρναν, χρυσόν και λίβανον”! Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.

Στο μεταξύ ο πάτερ-Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ’ είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του: «Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ’ έκανε τον σταυρό του.

Ο πάτερ-Σιλβέστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ’ είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ’ ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».

Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ’ αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ’ άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.

Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς και βογγούσανε τα δέντρα κ’ η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουίσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ’ ύστερα ξυπνούσε κ’ έψελνε μαζί με τη συνοδεία.

Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».




Τα Συχαρήκια

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρεις χαραίς είχε την ημέραν εκείνην η κυρά-Γαλάτσαινα του Κασσανδριανού, χήρα του μακαρίτου ομωνύμου πλοιάρχου, αποθανόντος προ τινων ετών πτωχού μετά πολλάς επιχειρήσεις. Η πρώτη ήτο ότι είχε αρραβωνίσει προ ολίγων ημερών την κόρην της, την Μυρσούδα, με καλόν γαμβρόν, τον Βασίλην τον Μπόνον. Η δευτέρα ήτο ότι σήμερον πρωτοχρονιάν εώρταζε την εορτήν του ονόματός του ο ίδιος ο γαμβρός της. Η τρίτη ήτο ότι έμελλον να τελεσθώσι την εσπέραν της αυτής ημέρας τα «μβατίκια» του γαμβρού εις την οικίαν της.

Η ιδέα της κυρά-Γαλάτσαινας ήτο να είχον τελεσθή τα μβατίκια αφ' εσπέρας, την νύκτα του παλαιού χρόνου προς την ανατολήν του νέου, όπως θα ήτο πρέπον. Αλλά τα συμπεθερικά επέμειναν ν' αναβληθώσι τα μβατίκια διά την νύκτα της εορτής προς την 2 Ιανουαρίου. Οι λογαριασμοί, βλέπετε, των συγγενών του γαμβρού δεν συμφωνούν καθ' όλα τα μέρη πάντοτε με τους λογαριασμούς της μητρός της νύμφης. Ο λογαριασμός της κυρά-Γαλάτσαινας έλεγεν ότι, αν ετελούντο τα μβατίκια αφ' εσπέρας της παραμονής, μεθ' ό ο γαμβρός θα ήτο, κατά το έθος, ελεύθερος να επισκέπτηται δις και τρις της ημέρας την αρραβωνιαστικήν του εις την οικίαν της (ειμπορούσε, μάλιστα, αν ήτο αδιάκριτος, και να το στρώση «κόττα πήττα» εις το σπίτι της νύμφης), η μήτηρ της νύμφης θα εγλύτωνεν από κάμποσα γλυκύσματα και δώρα, τα οποία ήτον υπόχρεως να κουβαλήση εις τας οικίας των συμπεθερικών. Εν πρώτοις, αυτή η εορτή του ονόματος του γαμβρού θα ήγετο εις την οικίαν της νύμφης. Δεν θα ήτο τότε η κυρά-Γαλάτσαινα υποχρεωμένη να κουβαλήση ολόκληρον μέγα σινίον μπακλαβά εις την οικίαν της συμπεθέρας της, αλλά μεγάλα ταψία από ζαχαροχαμαλιά και άλλα τραγήματα εις τας οικίας των αδελφών και των θείων του γαμβρού, και συγχρόνως να κερνά αυτή όλην την ημέραν εις την οικίαν της, διά την εορτήν του ονόματος, και πάλιν την εσπέραν να έχη άλλα μεγάλα βάσανα, δοκιμαστήρια και ακροσφαλή, εις την οικίαν της, όπου θα ετελούντο τα μβατίκια.

Αλλ' ο λογαριασμός των συμπεθερικών έλεγεν ότι δεν ήτο πρέπον να φύγη από την μητέρα του ο γαμβρός, να εορτάση την ημέραν της εορτής του, πριν στεφανωθή ακόμη, εις την οικίαν της νύμφης. Του χρόνου, ότε θα εστεφανώνετο, ας εορτάση εις την οικίαν της νύμφης, την οποίαν θα έπαιρνεν αύτη προίκα, με γεια της και με χαρά της. Αλλ' εφέτος διά τελευταίαν φοράν, ας μείνη ακόμη πλησίον της μητρός του. Θα ήτο σκάνδαλον να έφευγε. Τα χαμαλιά «τα κρυφά» τα είχαν φάγει ήδη οι συμπέθεροι όλοι — όσον τους επέτρεψε να φάγουν ο ίδιος ο γαμβρός. Διότι αυτός ο γαμβρός, ο Βασίλης ο Μπόνος, άμα είδε το ωραίον γανωμένον και στίλβον σινίον γεμάτον από ευώδη και προκλητικά, λευκά και ροδοκοκκινισμένα χαμαλιά, έβγαλεν από την ζώνην τον λάζον του, μικράν μάχαιραν την οποίαν έφερε πάντοτε εις την μέσην, και καρφώσας διά μιας τέσσαρα ή πέντε χαμαλιά, ήρχισε να τα καταβροχθίζη, κόπτων αυτά με τους προσθίους οδόντας, αλωνίζων με την γλώσσαν, και παραπέμπων αμέσως εις τον ουρανίσκον, χωρίς να τα μασσά με τους τραπεζίτας του. Αι αδελφαί του και οι γαμβροί του τον επέπληξαν δι' αυτό, αλλ' αυτός δεν ενόει τας παρατηρήσεις των. Αυτός δεν ήτο ο γαμβρός; Δική του δεν ήτο η νύμφη; Δικά του και τα προικιά. Δικά του και τα χαμαλιά, και όλοι οι μπακλαβάδες και όλα. Τα χαμαλιά μάλιστα τοιαύτην είχον συμβολικήν έννοιαν. Διατί τα έλεγαν χαμαλιά; Εσήμαιναν τα άλλα χαϊμαλιά, τα περίαπτα. Ήσαν φυλαχτικά, τα οποία του έστελνεν η πενθερά του, διά να μην τον ιδή κακό μάτι, μην τύχη και τον αβασκάνη κανείς. Αλλά τα κρυφά χαμαλιά δεν θα ήρκουν, και αν επέτρεπεν ο γαμβρός, να τα φάγουν όλα οι συγγενείς. Τώρα, με τα μβατίκια, ήτο καιρός διά τα άλλα δώρα τα επίσημα. Και τα συμπεθερικά δεν θα εταιριάζοντο ποτέ εάν η συμπεθέρα ήθελε να τους το «πάη καπότο», οικονομούσα με τρόπον να εγίνοντο τα μβατίκια αφ' εσπέρας διά να δικαιολογηθή ότι δεν θα εκουβαλούσε νέα πράγματα εις τας πέντε ή έξ οικίας των στενωτέρων συγενών του γαμβρού της, του Βασίλη. Άλλως, τα φανερά, τα επίσημα, επήγαιναν μαζί με τα μβατίκια, τα οποία ήσαν, αυτό τούτο, φανέρωσις και επισημοποίησις του αρραβώνος, και τα κρυφά ουδέν άλλο ήσαν, ειμή αναγκαίον εφόδιον και συμπλήρωμα της τελετής του αρραβώνος, της νυκτός εκείνης, καθ' ήν είχε κατορθωθή τέλος, μετά πολλά βάσανα, «να δέσουν πανδρειαίς».

Ω! αυταίς η πανδρειαίς! Πόσα φαρμάκια την είχαν ποτίσει την κυρά- Γαλάτσαινα, και πώς της είχαν «ψήσει το ψάρι στα χείλη». Κατόπιν από την πρώτην προξενειάν, μετά πολλά λόγια και «μαναφούκια» και σκάνδαλα, ύστερον από πολλά ψι-ψι και πολλαίς αβανιαίς και κατηγορίαις, αφού ραδιούργα γύναια έβαζαν στα λόγια τον γαμβρόν και της συμπεθέραις και έψαλλαν πολλά ανάποδα εγκώμια εναντίον της πενθεράς και της νύμφης, κατωρθώθη τέλος να ορισθή η εσπέρα του Σαββάτου, της δευτέρας ημέρας των Χριστουγέννων, διά να «δέσουν πανδρειαίς». Η κυρά-Γαλάτσαινα εφύλαττεν άκραν μυστικότητα, αλλ' όλα η γειτονιά τα είξευρε, σχεδόν σίγουρα. Εις τους μαχαλάδες, καταλάβατε, εις τους μικρούς τόπους, η μία γειτόνισσα είνε κατάσκοπος της άλλης γειτόνισσας. Οι τοίχοι ακροώνται, τα παράθυρα βλέπουν, αι θύραι μυρίζονται, οι «πετεινοί» των καπνοδόχων σείουν τας λοφιάς με τοιούτον τρόπον ως να κατανεύουν τάχα ότι ενόησαν.

Την εσπέραν του Σαββάτου, άναψεν η κυρά-Γαλάτσαινα το μεγάλον οκτάγωνον φανάρι, φανάρι καραβίσιο, το οποίον ευρίσκετο από τον καιρόν που είχε καράβι ο μακαρίτης ο άνδρας της. Είχον συνέλθει εις την οικίαν της ο αδελφός της ο γέρο- Λάζος, και η κυρά Λάζαινα η νύμφη της, και η Μπόζαινα η αδελφή της, και ο Μπόζας ο γαμβρός της. Οι τέσσαρες, και αυτή, όλοι πέντε έκαμαν τρεις σταυρούς, κ' εξεκίνησαν εις το σκότος της νυκτός.

Εάν δεν ήσαν πέντε θα ήσαν τρεις ή επτά ή εννέα. Μονός αριθμός πρέπει να είνε οι συγγενείς της νύμφης, οίοι θα υπάγουν ν' ανταλλάξουν αρραβώνα εις την οικίαν του γαμβρού, όχι ποτέ ζυγός αριθμός. Αγνοώ τον λόγον, και πολλοί τον αγνοούσι, κατά τον στίχον του αειμνήστου Παπαρρηγοπούλου.

Έκαμνε ψύχος και ήτο ελαφρά χιονιά. Επροπορεύετο ο Μπόζας κρατών το φανάρι, δευτέρα ήρχετο η κυρά-Γαλάτσαινα φέρουσα τον δίσκον με τα γλυκά, πέντε κούπαις το όλον, από κυδώνιον και μύγδαλα και μαστίχαν. Τρίτος ήρχετο ο γέρο-Λάζος, κατόπιν η Λαζίτσα η σύζυγος του, και τελευταία η Μπόζαινα.

Ήτο δεκάτη ώρα, και ήτο ελπίς ότι είχον αποκοιμηθή όλοι οι γείτονες. Αλλά μόλις κατέβησαν εις το σοκάκι, και πάραυτα ηκούσθη ελαφρός τριγμός παραθύρου υπανοιγομένου. Η γειτόνισσα η Μαριώ η Μπαλωματού υπώπτευε δι' όλης της ημέρας ότι έμελλε την εσπέραν εκείνην να γείνη ο αρραβών της Μυρσούδας της κυρά- Γαλάτσαινας. Αι υποψίαι της εκρατύνθησαν πολύ όταν, αφού ενύκτωσεν, ήκουσε και ησθάνθη τον γέρο-Λάζον με την συμβίαν του, και τον Μπόζαν με την φαμελιάν του, ανερχομένους εις την οικίαν της χήρας του Κασσανδριανού. Επιθυμούσα να βεβαιωθή, δεν επλάγιασε, μόνον έμεινεν έως τας δέκα παραμονεύουσα, εωσού είδε τα πέντε άτομα με το φανάρι εξερχόμενα εις νυκτερινήν εκδρομήν. Τότε δεν της έμεινε πλέον αμφιβολία, και την επιούσαν, ενώ ο γαμβρός θα ετρακάβνιζε, καρφώνων με την μακράν μάχαιράν του, τα κρυφά τα χαμαλιά, αυτή θα διηγείτο το πράγμα εις όλην την γειτονιάν.

Το σπίτι της Μπόναινας ήτο αρκετά μακράν κατά τας διαστάσεις του χωρίου και κατά το μέτρον με το οποίον εμετρούσαν τας αποστάσεις οι νησιώται, απείχε δηλαδή περί τα διακόσια βήματα. Αφού παρήλθον πολλάς οικίας σκοτεινάς και ησύχους, κατά το φαινόμενον, αλλά των οποίων τα παράθυρα έτριζαν άμα τη προσεγγίσει των, καθώς είχε τρίξει και το παράθυρον της Μαριώς της Μπαλωματούς, οι πέντε αντιπρόσωποι της μνηστής έφθασαν εις έν στενόν και δυσώδες σοκάκι, και άμα εισήλθον εκεί, είδαν μέγαν λύχνον να φέγγη από μέσα, από το γυαλί ενός παραθύρου έχοντος ανοικτά τα παραθυρόφυλλα.

Ανέβησαν εις την οικίαν της Μπόναινας, όπου ευθύς ήνοιξεν η θύρα, και εισήλθον, πρώτος ο Μπόζας, κρατών το φανάριον, διά να είνε καλορρίζικον το ανδρόγυνον, να κάμνη όλο γυιούς, δευτέρα η Λαζίτσα, η νύμφη της Γαλάτσαινας, ήτις είχε λάβει τα γλυκά εις τας χείρας της τώρα, διά να έχη όλο γλύκαις και χαραίς το ανδρόγυνον. Αύτη, η Λαζίτσα, πολύ νεωτέρα του ανδρός της, συνέβαινε να έχη αμφοτέρους τους γονείς της ζώντας, και δι' αυτό επροτιμήθη να κρατήση τα γλυκά, διά να έχη πολύν ζωήν το ανδρόγυνον. Τρίτος εισήλθεν ο γέρο-Λάζος, διά να γηράση το ανδρόγυνον. Τετάρτη εισήλθε η Μπόζαινα «ανδρογυνάρικα», διά να δείξη την αρμονίαν των δύο φύλων. Πέμπτη και τελευταία εισήλθεν η πενθερά, διά να δείξη την υπακοήν και την υποταγήν της νύμφης εις τον γαμβρόν. Η κυρά Μπόναινα δεν είχε παραλείψει να βάλη «ένα τσεκούρι ανάποδα», αλλ' εις μέρος κρυφόν, όπου να μη φαίνεται, υποκάτω εις τον καναπέν. Τούτο εσήμαινεν ότι, αν υπήρχε και καμμία βασκανία, δεν έπρεπε να τολμήση να βγη εις το φανερόν και να ενεργήση. Μετά το «καλώς ήρθατε» και το «καλώς σας ηύραμε», η κυρά Λάζαινα απέθεσε τον δίσκον με τα γλυκά επί της ετοίμης τραπέζης, και όλοι εκάθησαν με το «καλώς ανταμωθήκαμε». Μετ' ολίγα λεπτά της ώρας όλοι εσηκώθησαν όρθιοι, και ο γαμβρός, υψηλός ξανθός νέος, φορών τα κυριακάτικα, αφού έκαμε τρεις σταυρούς ενώπιον του εικονοστασίου της οικίας, προσελθών εις την Γαλάτσαιναν, έβαλε μετάνοιαν και της ησπάσθη την χείρα, εγχειρίζων άμα αυτή μέγα μεταξωτόν μανδήλιον χρωματιστόν, εις μίαν γωνίαν του οποίου ήσαν κομποδεμένα γυναικείον δακτυλίδιον και ένδεκα χρυσά φλωρία. Συγχρόνως η Γαλάτσαινα τον ησπάσθη εις την παρειάν, και του εφόρεσεν εις τον δάκτυλον της αριστεράς δακτυλίδιον, το οποίον είχε φέρει μαζί της. Ακολούθως, ο Βασίλης ο Μπόνος επλησίασεν ένα έκαστον των άλλων τεσσάρων συγγενών της μνηστής, και ασπαζόμενος την δεξιάν των, τους εφίλευσεν ανά έν φλωρίον τρύπιον, με κόκκινην ταινίαν δεμένον, ή ανά μίαν λίραν γαλλικήν ή τουρκικήν. Τον καιρόν εκείνον υπήρχον ακόμη εις χείρας του πτωχού λαού φλωρία και λίραι·

Έλαβον όλοι γλυκόν και έπιον μαστίχαν ή ροσόλιον, ευχηθέντες τα «καλορρίζικα» και τα «τίμια στέφανα». Είτα εστρώθησαν εις το δείπνον, και οι άνδρες έφαγαν καλά, αι δε γυναίκες εγεύθησαν με άκρα χείλη. Και είτα ετέθησαν εις ενέργειαν δύο μεγάλαι φιάλαι οίνου. Και ο μπάρμπα-Λάζος και ο Μπόζας έπιναν γερά, κ' επλήθυναν τας ευχάς και τα συγχαρητήρια, κ' ετραγουδούσαν:

Σαυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραΐση. κι' ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήση.

Εις τούτο εκ μέρους του γαμβρού απήντησαν διά του άλλου:

Χίλια καλώς-ωρίσατε, φίλοι μ' αγαπημένοι, κι' από καιρού χαιρούμενοι και καλοκαρδισμένοι.

Ακμαία ήτον η ευθυμία, και υπήρχεν εκατέρωθεν καλή διάθεσις· μόνον έν κακόν σημείον εφάνη, το οποίον έκαμεν όλους να μελαγχολήσουν. Ο γέρο-Λάζος, όταν έπινε, συνήθιζε να ομιλή με πολλάς χειρονομίας. Ένεκα του ελαττώματος τούτου ανέτρεψεν απροσέκτως τον μέγαν λύχνον, επί της τραπέζης του δείπνου. Ο λύχνος έσβεσεν, η δε συντροφιά θα έμενεν εις τα σκοτεινά, αν δεν υπήρχε το κανδήλιον το καίον ενώπιον των αγίων εικόνων, ως και δύο κηρία αναμμένα επί της εστίας.

Διά να μετριάση την κακήν εντύπωσιν, ο γέρο-Λάζος υπεσχέθη να βαπτίση αυτός το πρώτον παιδίον, το οποίον θα εγεννάτο εκ του συνοικεσίου, και αν είνε και γυιος. Αφού είχε χύσει το λάδι, είπεν αυτός το έβλεπε καλόν σημείον, διότι λάδι θα έχυνε και εις την βάπτισιν του παιδίου.

Την ιδίαν στιγμήν εκρούσθη η θύρα της οικίας. Ο μικρός υιός της Γαλάτσαινας, παιδίον εννέα ετών, ο Χρήστος, είχε γελασθή με χίλια ψέμματα την εσπέραν υπό της μητρός του, ότι ο αρραβών θ' ανεβάλλετο διά το άλλο Σάββατον. Είχεν αποκοιμηθή, αφού έφαγε πολλά γλυκά και έλαβεν υπόσχεσιν ότι θα φάγη περισσότερα την επαύριον. Είχε την απαίτησιν· να ήτο και αυτός είς εκ των ανδρών, όσοι θα επήγαιναν να «δέσουν της πανδριαίς» εις του γαμβρού το σπίτι. Η μήτηρ του, του το υπεσχέθη κατ' αρχάς, ελπίζουσα ότι θα ήταν επτά τουλάχιστον οι συγγενείς, όσοι θα πήγαιναν διά την υπόθεσιν. Αλλ' αφού οι συγγενείς του γαμβρού, οίτινες εκανόνιζον τα τοιαύτα, παρήγγειλαν ότι ο αριθμός ωρίσθη εις πέντε, η Γαλάτσαινα, μη δυναμένη ν' αφήση απ' έξω άλλους ηλικιωμένους συγγενείς, ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποκλείση τον ανήλικον υιόν της.

Ο μικρός απεκοιμήθη αναμασσών τα τόσα γλυκά και τας υποσχέσεις, ενωρίς, πριν έλθωσιν ακόμη εις την οικίαν τα δύο συγγενικά ανδρόγυνα. Αλλά περί το μεσονύκτιον, αφού εχόρτασε τον ύπνον, εξύπνησε και βλέπει την αδελφήν του, ημιπλαγιασμένην παρά την εστίαν, βλέπουσαν ρεμβωδώς το φθίνον πυρ και μελετώσαν την ιδέαν του γάμου. Η Μυρσούδα δεν είχεν ύπνον, και οι λογισμοί της και τα ξυπνητά όνειρά της, τα οποία επλησίαζαν να γείνουν πράγματα, επετούσαν προς την οικίαν εκείνην του αρραβωνιαστικού της, όπου ευρίσκοντο τώρα η μήτηρ της και οι θείοι και αι θείαι της. Διότι είνε κάτι τι παράξενον, βλέπεις, να πανδρευθή άνθρωπος. Πρέπει να καμαρώνης και να δαγκώνης τα χείλη σου, να μη γελάς. Από το σπίτι έξω δεν βγαίνεις, αλλά μόλις θα προβάλης εις το παράθυρον διά να ποτίσης την γάστραν με τα λελούδια, μόλις θα φανής εις τον εξώστην διά να γεμίσης το κανάτι νερόν από την στάμναν, ευθύς ο κόσμος, δηλαδή η γειτόνισσαις, σου φωνάζουν: «Με τς' γειαις, Μυρσούδα!» Τότε τι να πης; Να κάμης τον κωφόν; Θα σου το φωνάξουν δυνατώτερα. Να πης «φχαριστώ;» θ' ανοίξης το στόμα σου, και σαν το ανοίξης θα γελάσης χωρίς να θέλης. Όσο και να καμαρώνης, θα χαμογελάσης, δεν μπορείς. Είνε κάτι τι παράξενον, βλέπεις, να πανδρευθή άνθρωπος. Είδε λοιπόν ο μικρός την Μυρσούδαν να ρεμβάζη, και την θέσιν την μητρός του την βλέπει κενήν. Τινάζει τότε το πάπλωμα, πετιέται απάνω, και βάζει της φωναίς. Πού είνε η μάννα; επήγαν να δέσουν της πανδρειαίς, κι' αυτόν τον εγέλασαν μες τα μάτια; Η αδελφή του δεν ειξεύρει πώς να ειπή ψεύματα με πιθανότητα. «Γουρούνα, βρωμούσα!» Την πιάνει από τα μαλλιά. Της τα τραβά δυνατά. Την θανατώνει από τον πόνον. Κλαίει εκείνη και δοκιμάζει να κρατήση τα χέρια του. Επί τέλους επικαλείπαι έν ψεύμα εις βοήθειάν της. — Η μητέρα επήγε στην εκκλησία. Θα γείνη πάλιν σήμερα, την Κυριακή, νύκτα βαθειά η λειτουργία, καθώς προχθές τα Χριστούγεννα. Είνε τώρα τρεις απ' τα μεσάνυκτα. Δεν τον εξύπνησε διά να μη τον κρυώση. Αλλά τώρα-τώρα θα φέξη, και θα πάγη κι' αυτός στην εκκλησία. Ο μικρός εκόντευσε να πιστεύση. Αλλά, κατά συγκυρίαν, βλέπει εκεί, υποκάτω απ' τα εικονίσματα επί μικρού τραπεζίου, την προσφοράν, που είχεν η μητέρα του από προχθές φυλαγμένην, διά να την προσφέρη σήμερον εις την εκκλησίαν. Η προσφορά ήτο εκεί τυλιγμένη εις λευκόν προσόψιον. Αν η μητέρα επήγαινε στην εκκλησίαν, θα έπαιρνε την προσφοράν μαζί της. — Την εξέχασ' η μητέρα την προσφορά, εδοκίμασε να ισχυρισθή η Μυρσούδα.

 — Ψέμματα λες. Γουρούνα, γουρούνα!

Κ' έκαμε πάλιν να την αρπάξη από τα μαλλιά.

Η Μυρσούδα έδεσε σφιγκτά το λευκόν τουλουπάνι της, και το κατεβίβασεν έως τα οφρύδια, διά να προφυλάξη τα ωραία καστανά μαλλιά της. — Η προσφορά, επανέλαβεν η Μυρσούδα, συγκεντρούσα όλην την γυναικείαν λογικήν εις τον νουν της, η προσφορά έγεινε διά την ημέραν που θα δέσουν της πανδρειαίς. Αφού απομείναμε αυτό το Σάββατο, τώρα την προσφορά θα την φάμε μεις, κ' η μητέρα θα ζυμώση άλλη το άλλο Σάββατο, για την πάη στην εκκλησία, για την ημέραν που θα δέσουν της πανδρειαίς.

 — Ψέμματα, δε με γελάς! γουρούνα!

Είχεν εξασθενήσει η γνώμη του πολύ και ίσως θα επείθετο. Αλλά τότε ενθυμήθη ότι αφ' εσπέρας υπήρχεν επάνω εις το ίδιον τραπέζι μέγας δίσκος, και ο δίσκος αυτός έλειπε τώρα απ' εκεί. Εκ τούτου οδηγούμενος, εκύτταξεν επάνω εις το ράφι, και είδεν ότι έλειπαν απ' εκεί αι πέντε ή εξ κούπαις του γλυκού, όπου υπήρχαν το βράδυ. Τότε ο μικρός έβαλεν αγρίαν κραυγήν, και ήρπασε τα δύο κλώνια ή τα άκρα του κεφαλοδέσμου της αδελφής του, προσπαθών να την ξεμανδηλώση. — Ψεύτρα! γουρούνα! πήγαν να δέσουν της πανδρειαίς.

Ο μικρός εφόρεσε το ένδυμά του, κ' εζήτησε να φύγη. Ήθελε να υπάγη και αυτός εις την οικίαν του γαμβρού. Εν τη παραφορά του δεν εφοβείτο πλέον ούτε τους καλικαντζάρους, ούτε τα φαντάσματα. Η αδελφή του κλαίει, φοβείται να μείνη μοναχή της. Ο μικρός δεν την ακούει, ανοίγει την θύραν, εξέρχεται. Εκείνη τρέχει κατόπιν του. Εκείνος γυρίζει.

 — Άναψέ μου το φανάρι, τώρα ευθύς, γιατί. . .

Και την εφοβέριζε με τον γρόνθον.

 —Το φανάρι το επήρε η μητέρα. Κάτσε, παιδάκι μ', πού θα πας; Τώρα, όπου είνε θαρθούνε πίσω. Του έλεγε πολλά, αλλ' εκείνος επέμενεν. Ίσως επί τέλους ο φόβος των καλικαντζάρων, θα τον έκαμνε να γυρίση πίσω, αφού έκαμνε ολίγα βήματα εις τον δρόμον, αλλά την στιγμήν εκείνην ηκούσθη φωνή, κάτω από τον εξώστην.

 — Τι έχετε, θα πω; έλεγεν η φωνή.

 — Θεια-Χρυσή, δεν ακούς; είπεν η Μυρσούδα. Θέλει να πάη στης πανδρειαίς.

Η θεια Χρυσή ήτο πτωχή και έρημη χήρα, κατοικούσα εις μικρόν θάλαμον, εις το εισόγειον της οικίας. Είξευρε τα περί του αρραβώνος, και ηγάπα την κόρην και την μητέρα της. Ήτο δε μακρυνή συγγενής του γαμβρού.

 — Για να σου πω, παιδί μου Μυρσούδα, είπεν ήρθε κανένας απ' το σπίτι του γαμβρού να σου πάρη να σ' χαρήκια;

 — Όχι.

 — Πώς ξέχασαν οι μουρλοί! Για να σου πω, έχω εγώ ένα μικρό φαναράκι, τώρα το ανάφτω, και να πάμε μαζί με το Χρήστο, και να 'ρθώ πίσω να σ' πάρω τα σ' χαρήκια. Κλειδώσου μες το σπίτι και μη φοβάσαι.

Έκρουσαν την θύραν της οικίας της Μπόναινας. Ο Χρήστος έγεινε δεκτός, διότι αφού εδόθησαν πλέον οι αρραβώνες, ήτο πλέον αδιάφορον αν ήρχοντο και άλλοι περιττοί ή άρτιοι.

Εφίλησαν την θεια-Χρυσή, ήτις τους συνεχάρη πρώτη, και επανελθούσα μόλις μετ' ολίγα λεπτά, επήρε τα συχαρήκια της Μυρσούδας, ήτις την «ασήμωσεν», ήτοι της έδωκεν αργυρούν νόμισμα.

Η ημέρα του Αγίου Βασιλείου εορτάσθη καλώς εις τας οικίας της μιας και της άλλης συμπεθέρας. Η Μυρσούδα δεν επρόφθανε να φτιάνη φουσκάκια (ή λοκμάδες) από πρωίας μέχρι μεσημβρίας. Η κυρά-Γαλάτσαινα δεν επρόφθανε να φιλεύη όλον τον κόσμον φουσκάκια, χαμαλιά, στραγάλια, γλυκό και μεγάλαις σταφίδες από ραζακί σταφύλι. Μερικοί από τους επισκέπτας ήρχοντο δις και τρις, λέγοντες ότι η πρώτη φορά ήτο διά τον αρραβώνα, η δευτέρα διά την εορτήν του γαμβρού και η τρίτη διά τα «μβατίκια».

Τα «μβατίκια» διεξήχθησαν λαμπρώς. Έρρανον τον γαμβρόν με κοφέτα και με ορύζιον, μέγα συμπόσιον παρετέθη, και ο γέρο- Λάζος, όστις επρόσεχε πλέον εις τας χειρονομίας του, έκαμε τόσον κέφι, ώστε μεταξύ δύο τραγουδιών εκάστοτε δεν έπαυε να φωνάζη·

 — Ας φέξη!











Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Τα κάλαντα
Νικηφόρος Λύτρας

Τα κάλαντα

Ναπολέων Λαπαθιώτης

 

Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ' όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν...


— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;... Ως το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.


Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα. Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.


Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει... Ως κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του 'χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ' ένα δίφραγκο...


Κατά τις δυο τ' απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ' άλλες γειτονιές.
Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν' η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ' έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί...
Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ' αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν' ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα 'λεγαν, απλώς, «για το καλό»...


Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.
Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ' ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ' τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο...


Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ' άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.
Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές.


Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς...
Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν κάποιο μυστικό...


Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.
Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ' τις ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε «Καληνύχτα»...


Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.


Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ' αυτό το μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ' ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες.


Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά...
Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο...


Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί...
Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ' απορία...


Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ' από χωράφια, και τα πόδια τους βούλιαζαν μέσ' στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ' τις βροχές.
Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. Τ' άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ' στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε...


Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει...
Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ' εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται... Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ' τα χέρια.


Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ' έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα 'λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ' από τ' άλλα, σ' ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ' στους άλλους ήχους της Ορχήστρας!
Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να 'χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί...
Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.


Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ' ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.
Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.
Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που 'φτασε στ' αυτιά τους, ήταν σαν ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας...


Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα.
Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ' στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.


Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ' απ' τους αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,
Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το φως, που 'βγαινε απ' τα βάθη της καλύβας. 'Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.
Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ' ανακαλύψουν...


Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ' ένα μωρό.


Ήταν καθισμένη χάμω, σ' ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.
Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.
Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.


Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν...
Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!


Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.
Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.
Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.
Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.


Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι.
Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ' άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ' αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με ζεντέφια.


Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά.
Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβο­λάει σα ναός...


Κι έβγαλαν μέσ' απ' τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ' ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά...

 

Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα...


Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ' στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι...
Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ' στα βάθη της ψυχής του, πως όλ' αυτά, τα είχε δει μέσ' στ' όνειρό του... Και γι' αυτό, το βράδυ που ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα.


Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους, που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.


Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα...





Τα Χριστούγεννα  του τεμπέλη
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Στν ταβέρνα το Πατσοπούλου, ν βορρς φύσα, κα ψηλ ες τ βουν χιόνιζεν, να πρωί, μβκε ν πί να ρώμι ν ζεσταθ μαστρο-Παλος Πισκολέτος, διωγμένος π τν γυνακά του, βρισμένος π τν πενθεράν του, δαρμένος π τν κουνιάδον του, ξωρκισμένος π τν κυρα-Στρατίναν τν σπιτονοικοκυράν του, κα φασκελωμένος π τν μικρν τριετ υόν του, τν ποον προκομμένος θεός του δίδασκεν πιμελς, πως κα γονες κόμη πράττουν ες τ «κατώτερα στρώματα», πς ν μουντζών, ν βρίζ, ν βλασφημ κα ν κατεβάζ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατ κα κόλλυβα. Κ πειτα, γράψε θηναϊκ διηγήματα!.....

προβλεπτικς κάπηλος, δι ν ρχωνται σκανδαλίστως ν ψωνίζουν α καλα οκοκυράδες, α γειτόνισσαι, εχε σιμ ες τ βαρέλια κα τς φιάλας, πρς πίδειξιν μλλον, λίγον σάπωνα, κόλλαν, ρύζιον κα ζάχαριν, εχε δ κα μύλον δι ν κόπτ καφέν. λλ βλεπες πρω κα βράδυ ν ξέρχωνται, τημέλητοι κα μισοκτενισμέναι, γυνακες φέρουσαι τν μίαν χερα π τν πτυχν τς σθτος, παρ τ σχίον, κα τοτο σήμαινεν, τι τ ψώνιον δν το σάπων, οτε ρύζιον ζάχαρις.

ρχετο πολλάκις τς μέρας γρια-Βασίλω, πτωχή, ρημη κα ξένη στ ξένα, τις δν εχε προλήψεις, κ πινε φανερ τ ρούμι της. ρχετο κα κυρα-Κώσταινα Κλησιάρισσα, τις βοηθοσε τ κατ δύναμιν ες τν κκλησίαν, σταμένη πλησίον το μανουαλίου, δι ν κολλ τ κηρία, κα σας πεντάρας παιρνε τν Κυριακήν, λας τς πινε, μετ εσυνειδήτου κριβείας, τν Δευτέραν, Τρίτην κα Τετάρτην.

ρχετο κ Στρατίνα, νοικοκυρ μ δύο σπίτια, πο φώναζεν ες τν αλόπορταν, ες τν δρόμον κα ες τ καπηλεον λα τ μυστικά της, δηλ. τ μυστικ τν λλων, κα μέρος μν ατν μενον ες τν αλήν, μέρος δ πιπτον ες τ καπηλεον, κα τ περισσότερα χύνοντο ες τν δρόμον· κ ξωνομάτιζε τν κόσμον, ποία νοικάρισσα τς καθυστερε δύο νοίκια, ποος φειλέτης τς χρεωστε τν τόκον, ποία γειτόνισσα τς πρεν να εδος, δανεικν κι γύριστον. μαστρο-Δημήτρης φραγκορράφτης τς χρωστοσε τρία νοίκια, μαστρο-Παλος Πισκολέτος πέντε, κα τν μνα πο τρεχεν, ξ. Λενι κουμπάρα της τς πέρασε δευτέραν ποθήκην μ δόλον ες τ σπίτι, κα τώρα τον νάγκη ν τρέχ ες δικηγόρους κα συμβολαιογράφους δι ν ξασφαλίσ τ δίκαιά της. Κατίνα, νεψιά της π τν πρτον νδρα της, τς εχεν φήσει να μανάτι δι ν τν δανείσ δέκα δραχμάς, κα τώρα κατ τν κτίμησιν δύο χρυσοχόων πεδείχθη τι τ σημικν το κάλπικον κα δν ξιζεν οτε σον ξιζαν τ δύο φυσέκια μ τς σκουριασμένες μπακίρες ― τς ποίας, φο, κατ τν συνήθειάν της (ατ δν τ λεγεν, λλ το γνωστόν), βγαλεν ξω τν γερο-Στρατήν, τν νδρα της, τν κόρην της, τν Μαργαρίταν, κα τν γγονήν της, τν Λενούλαν, νοιξε τν κρύπτην, πέθεσεν κε τ νέχυρον, βγαλε τ κομπόδεμα, λαβε τ φυσέκια, κα τ νεχείρισε μ τρόπον, πο σήμαινε ν τ δώσ κα ν μν τ δώσ, κ φαίνοντο ς ν κολλοσαν στ χέρια της, ες τν πτωχν τν Κατίναν.

σημίνα, παλαι νοικάρισσά της, τραγουδίστρα τ πάγγελμα, ταν ξεκουμπίσθη κ φυγε, τς χρωστοσε τρία μηνιάτικα κ ννέα μέρας. Κα τ μν πιπλα, πο πρεπε κατ δίκαιον τρόπον ν τ κχωρήσ ες τν σπιτονοικοκυράν, τ παρέδωκεν ες τν κακόν της, τν τελευταον γαπητικόν της, πο ν τσάκιζε τ πόδι της, ν μν εχε σώσει ποτέ… κα ες ατν δν δωκεν λλο τίποτε, παρ να παλιοφυλαχτν κε, λιγδιασμένον, κα τς επε μυστηριωδς τι ατ περιεχε τίμιον ξύλον… Σν γκρεμοτσακίσθη κ φυγε, τ νοίγει κα ατ κ περιεργείας, κα ντ τιμίου ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ κοτε σες ατά;

Εσλθε ριγν μαστρο-Παυλάκης κα ζήτησεν να ρώμι. Τ παιδ το καπηλείου, πο τν ξευρε καλά, το επεν·

χεις πεντάρα;

νθρωπος σεισε τος μους μ τρόπον διφορούμενον.

Βάλε σ τ ρούμι, επεν.

Πς ν χ πεντάρα; Καλ κα τ λεπτά, καλ κ δουλειά, καλ κα τ κρασί, καλ κ κουβέντα, λα καλά. Καλύτερον π λα ρστώνη, τ δόλτσε φρ νιέντε τν δελφν ταλν. ν ες ατν νετίθετο ν συντάξ τν κανονισμν τς βδομάδος, θ ριζε τν Κυριακν δι σχόλην, τν Δευτέραν δι χουζούρι, τν Τρίτην δι σουλάτσο, τν Τετάρτην, Πέμπτην κα Παρασκευν δι ργασίαν, κα τ Σάββατον δι ξεκούρασμα. Ποος λέγει τι α ορτα εναι παραπολλα δι τος ρθοδόξους λληνας, κα α ργάσιμοι εναι πολ λίγαι; Ατ τ λέγουν σοι δν καμαν ποτ σωματικν ργασίαν κα ξεύρουν μόνον δι τος λλους ν θεσμοθετον.

κριβς τν ραν ταύτην λθεν π ντικρ Δημήτρης φραγκορράφτης, δι ν πί τ πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν εχε ν κάμν ατ τ συχν ταξιδάκια, καθς τ νόμαζε. Διέκοπτεν π πέντε λεπτ τν ργασίαν του δέκα φορς τν μέραν, κα ρχετο ν πί να κρασί. παιρνεν ργασίαν π τ μαγαζει κ δούλευεν ς κάλφας ες τ δωμάτιόν του. Εσλθε κα παρήγγειλεν να κρασί. Ετα δν τν Παλον:

Βάλε κα το μαστρο-Παυλάκη να ρούμι, επεν.

ς π Θεο σταλμένος δι ν λύσ τ ζήτημα τς πεντάρας μεταξ το πελάτου κα το πηρέτου, κάθισε πλησίον το Παύλου κα ρχισε τοιαύτην μιλίαν, ποία το μν συνέχεια τν δίων λογισμν του, ες δ τν Παλον φάνη ς συνηγορία πρ τν δικν του παραπόνων.

Πο σκόλη κα γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, επεν· οτε καθισιό, οτε χουζούρι. Τ ι-Νικολάου δουλέψαμε, τ ι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, τν Κυριακ προχθς δουλέψαμε. ρχουνται Χριστούγεννα, κα θαρρ πς θ δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.

Παλος σεισε τν κεφαλήν.

Θέλω κάτι ν π, λλ δν ξέρω γι ν τ σταμπάρω περ γραμμάτου, μαστρο-Δημήτρη μου, επε. Μο φαίνεται πς ατο ο μαστόροι, ατο ο ρχόντοι, ατ κοινωνία πολ κακ χουν διωρισμένα τ πράγματα. ντ ν εναι δουλει μοιρασμένη σα στς καθημερινές, πέφτει μονομις κα μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικ τς γιορτάδες, κα στερα χασομερομε βδομάδες κα μνες τς καθημερινές.

Εναι κ τεμπελι στ μέσο, επε μετ πονηρς αθαδείας τ παιδ το καπηλείου, φεληθν π μίαν στιγμν καθ ν φέντης του εχεν μιλίαν ες τ κατώφλιον τς θύρας κα δν δύνατο ν κούσ.

 Ἂς εναι, τί ν σο κάμ προκομμάδα κ τεμπελιά; επεν Δημήτρης. Τ σωστ εναι, πολλ κεσάτια κι λίγη μαζωμένη δουλειά. Καλ λέει μαστρο-Παλος. λλο ν εμαι καμάτης γώ, ς πομε, Παλος, Πέτρος, Κώστας, Γκίκας. μένα φαμίλια μου δουλεύει, γ δουλεύω, γυιός μου δουλεύει, τ κορίτσι πάει στν μοδίστρα. Κα μ λα ατά, δν μπορομε κόμα ν βγάλουμε τ νοίκια τς κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε γι τ σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γι τν μπακάλη, γι τ μανάβη, γι τν τσαγκάρη, γι τν μπορο. κόρη θέλει τ λοσό της, νέος θέλει τ καφενεό του, τ ροχό του, τ γλέντι του. στερα, κάμε προκοπή.

γρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, επεν Παυλέτος, ποκρινόμενος ες τος δίους στοχασμούς του. γρασία κάτω στ μαγαζειά, χαμηλ τ μέρος, δουλει βαριά, ρεματισμοί, κρυώματα. στερα κόπιασε, ν γαπς, ν ργάζς τομάρια. Τ δικό μας τ τομάρι ργασε πιά, ργασε…

Καλ ργασμένο τ δικό σου, μαστρο-Παλε, αθαδίασε πάλιν πηρέτης, ανιττόμενος σως τς μεταξ το Παύλου κα το γυναικαδέλφου του σκηνάς.

Ετα εσλθεν κάπηλος. μαστρο-Δημήτρης πλθε (δι) ν παναλάβ τν ργασίαν του κα μιλία παυσεν.

μαστρο-Παλος φέθη ες τς φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, τν λλην Χριστούγεννα. Ν εχε τουλάχιστον λεπτ δι ν γοράσ να γαλόπουλο, ν κάμ κι ατς Χριστούγεννα στ σπίτι του, καθς λοι. Μετενόει τώρα πικρς, διότι δν πγε τς τελευταίας μέρας ες τ βυρσοδεψεα ν δουλέψ, ν βγάλ λίγα λεπτά, δι ν περάσ πτωχικ τς ορτάς. «γρασία μεγάλη, χαμηλ τ μέρος, δουλει βαριά. Κόπιασε ν ργάζς τομάρια! Τ δικό μας τ τομάρι θέλει ργασμα.»

Εχεν κούσει τν λαϊκν μθον δι τν τεμπέλην, πο πήγαιναν ν τν κρεμάσουν, κα στις συγκατένευε ν ζήσ π τν ρον ν εναι «βρεμένο τ παξιμάδι». γνώριζε κα τν λλην διήγησιν δι τ τεμπελχανειό, τ ποον δρυσε, λέγουν, Μεχμεταλς ες τν πατρίδα του Καβάλαν. κε, πειδ τ κακν εχε παραγίνει, πιστάτης σοφίσθη ν στρών μίαν ψάθαν, π τς ποίας νάγκαζε τος έργους ν ξαπλώνωνται. Ετα βαλλε φωτιν ες τν ψάθαν. ποιος προτίμα ν κα, παρ ν σηκωθ π τν θέσιν του, το σωστς τεμπέλης κ δικαιοτο ν φάγ δωρεν τ πιλάφι. ποιος σηκώνετο κ φευγε τ πρ, δν τον σωστς τεμπέλης κ χανε τ δικαιώματα. Τόσοι Βαλλινοι, τόσοι βέρωφ κα Συγγροί, σκέπτετο μαστρο-Παλος, κα κανες ξ ατν ν μν δρύσ παραπλήσιόν τι ες τς θήνας!

μαστρο-Παυλάκης περιδιάβασεν κόμη δύο μέρας, κα τν λλην το Παραμονή. Τ γαλόπουλον δν παυσε ν τ νειροπολ κα ν τ ρέγεται. Πς ν τ προμηθευθ;

φο νύκτωσε, διωγμένος καθς τον π τ σπίτι, πετόλμησε κα λθεν π να πλάγιον δρομίσκον κα τον τοιμος ν χωθ ες τ καπηλεον. νος του το ναποσπάστως προσηλωμένος ες τ γαλόπουλο. Θ χρησίμευε τοτο, ἐὰν τ εχε, κα ς μέσον συνδιαλλαγς μ τν γυνακά του.

κε, καθς στράφη ν μβ ες τ καπηλεον, βλέπει ν παιδίον τς γορς μ μίαν κοφίναν π μων, τις φαίνετο κριβς ν περικλεί να γάλον, γριολάχανα, πορτοκάλια, σως κα βούτυρον κα λλα καλ πράγματα. Τ παιδίον κοίταζε δεξι κα ριστερ κ φαίνετο ν ναζητ οκίαν τινά. το τοιμον ν εσέλθ ες τ καπηλεον δι ν ρωτήσ. πειτα εδε τν Παλον κ στράφη πρς ατόν:

Ξέρεις, πατριώτη, τουλόγου σου, πο εναι δ χάμω τ σπίτι το κρ Θανάση το Μπελιοπούλου;

Το κρ Θανάση το Μπε…

στραπ ς δέα λαμψεν ες τ πνεμα το Παύλου.

Μο πε τν ριθμ κα τν ξέχασα… τώρα γλήγορα πιασε σπίτι δ χάμω, σ ατ τ δρόμο… τν εχα μουστερ π πρτα… μπροστύτερα καθότανε παραπέρα, στ Γεράνι.

Το κρ Θανάση το Μπελιοπούλου! ητοσχεδίασεν μαστρο-Παλος· νά, δ εναι τ σπίτι του. Ν φωνάξς τν κυρα-Παύλαινα, μέσα, στν κάτω κάμαρα, στ σόγειο… ατ εναι νοικοκυρά του… πς ν π; εναι γενιά του… τν χει λσε-δέσε, σ λα τ πάντα… οκονόμισσα στ νοικοκυριό του… εναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω ν π, νιψιά του… φώναξέ την κα δσέ της τ ψώνια.

Κα βαδίσας διος πέντε βήματα, κατ τν θύραν τς αλς, καμε πς φώναξε:

Κυρα-Παύλαινα, κόπιασ δ ν πάρς τ ψώνια πο σο στέλνει κύριος… φέντης σου.

Καλ λθαν τ πράγματα ως τώρα. μαστρο-Παυλάκης τριβε τς χερας κα σθάνετο ες τν ρνά του τν κνσαν το ψητο κούρκου. Κα δν τν μελε τόσον δι τν κορκον, λλ θ φιλιώνετο μ τν γυνακά του. Τν νύκτα πέρασεν ες ν λονύκτιον καφενεον κα τ πρω πγεν ες τν κκλησίαν.

λην τν μέραν προσεκολλήθη ες μίαν συντροφιάν, πειτα ες μίαν λλην παλαιν γνωρίμων του, ες τ καπηλεον, πο μεινε τς περισσοτέρας ρας νοικτν μ τ παράθυρα κλεισμένα, κ πέρασε μ λίγους μεζέδες κα μ ρκετ κεράσματα.

Τ βράδυ, φο νύκτωσεν, πγε μ τόλμην, π τς πολλς σπονδς κα π τν νθύμησιν το κούρκου, κ κρουσε τν θύραν τς οκογενείας του. θύρα το κλεισμένη σωθεν.

Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, φώναξεν π ξω. Χρόνους πολλούς. Πς πγε γάλος; Βλέπεις, γ πάλε;

Οκ ν φων οδ κρόασις. λη αλ το συχος. Τ σόγεια, α τργλαι, τ κοτέτσια τς κυρα-Στρατίνας, λα κοιμντο. σκύλος μόνον γνώρισε τν μαστρο-Παλον, γρυξεν λίγον κα πάλιν σύχασε.

πρχον κε κτς π τ ψυχομέτρι τριν τεσσάρων οκογενειν, πο κατοικοσαν ες τ νήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ρνιθες, τέσσαρες γάττοι, δύο νδιάνοι κα πολλ ζεύγη περιστερν. Α δύο γίδες νεχάραζαν βαθι ες τ σκεπασμένον μανδράκι τους, α ρνιθες κλωζον ποκώφως ες τ κοτέτσια τους, τ περιστέρια εχαν μαζωχθ ες τος περιστερνας περίτρομα π τ κυνήγι, πο ρχιζον τν νύκτα ναντίον των ο γάττοι. λοι ατο ο μικρο θόρυβοι σαν τ ρογχάλισμα τς αλς κοιμωμένης.

Πάραυτα κούσθη κρότος βημάτων ες τ σπίτι.

, μαστρο-Παλε, επε πλησιάσασα κυρα-Στρατίνα, νά χουμε κα καλ ρώτημα… Τί γάλος κα γαλίζεις κα γυαλίζεις κα καλ ν μχς, σίκη μου; Εδαμε κ πάθαμε ν σκεπάσουμε τ πρμα, ν μ προσβαλθ τ σπίτι… κενος πο τον δικός του γάλος, ρθε μεσάνυχτα κ φώναζε, κανε τ κακό, κα μς φοβέριζε λους, κ φαμίλια σου, πειδς τν εχε κόψει τ γάλο, μαθές, κα τν εχε βάλει στ τσουκάλι, βρέθηκε στ στενά.. κλειδώθηκε μς στν κάμερα, κα δν ξερε τί ν κάμ… Επε κα κουνιάδος σου… καλ κελεπούρι τον κι ατό, μαθές… κα πέρασεν φαμίλια σου λην τν μέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, π φόβο μ ξαναέλθ κενος πού χε τ γάλο κα μς φέρ κα τν στυνομία… τον φόβος ν μν προσβαλθ κ μένα τ σπίτι μου. λλη φορά, τέτοια στεα ν μν τ κάνς, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολ ν λείπ π τ σπίτι μου μένα! Τ κουσες;

μαστρο-Παλος ρώτησε δειλά:

Τώρα… εναι μέσα φαμίλια μου;

Εναι μέσα λοι τους, κ χουνε κλειδωμένα καλά, κα τ φς κατεβασμένο, δι τν φόβο τν ουδαίωνε. Κοίταξε μ σ νοιώσ π πουθεν κενος σκιάς, κουνιάδος σου, πάλε…

Εναι μέσα;

μέσα εναι που εναι φτασε… νά, κάπου κούω τ φωνή του.

κούσθη τ ντι μία φων κε πλησίον, τις δν πέσχετο καλ δι τν νυκτερινν πισκέπτην.

, μαστρο-Παυλνε, λεγε, καλς τον γάλος;

Ποος τον μιλήσας, δηλον. σως ν τον μαστρο-Δημήτρης, γείτων. Δυνατν ν το κα φοβερς γυναικάδελφος το μαστρο-Παύλου.

Κα ν μν πάρω κ γ να μεζέ; παρεπονέθη ς τόσον νθρωπός μας.

Τί σο χρειάζεται μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; πανέλαβεν Στρατίνα. Τ πράματα εναι πολ σκορα, φσε τ ατά! Δουλειά, δουλειά! δουλει βγάζει παλληκάρια. ,τι γινε γινε, ν πς ν δουλέψς, ν μο φέρς κ μένα τ νοίκια μου. Τ κος;

Τ κούω.

Φέρε μου σ τν παρά, κ γώ, μ λη τ φτώχεια, τν θυσιάζω μι γαλοπούλα κα τρμε.

κούσθη π μέσα βραχνς μορμυρισμός, ετα φων μικρο παιδίου επε:

 ᾽Τν γειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακ πατέλα. Τόνε φάαμε τ λάλο. Νά πάλε κα σ πέντε, κ λλα πέντε, δέκα.

Προφανς τον μέσα φοβερς γυναικάδελφος, κα εχε δασκαλέψει τ παιδ ν τ φωνάξ ατά.

Μ στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, επεν Στρατίνα· τ καλ πο σο θέλω! Δρόμο τώρα, κα μεθαύριο δουλειά, δουλειά!

κούσθη κρότος, ς ν σηκώθη τις π μέσα, κα ν πλησίαζε μ βαρ βμα πρς τν θύραν…

Δρόμο, πανέλαβε μηχανικς Παλος, συμμορφούμενος μπράκτως μ τν λέξιν… δρόμο κα δουλειά!












Έκθεση Ζωγραφικής: «Αύρα καλοκαιρινή»   Ανθούλα Π. Βεζύρη   Πρόσκληση Σας προσκαλώ στην έκθεσή μου που θα  πραγματοποιηθεί στην ...