Στη Σπηλιά
Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα
εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δεν έρριχνε.
Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με
χιονόνερο και μ’ αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια
τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από
το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ’ έπιασε κ’ έρριχνε βελονιαστό
χιονόνερο.
Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με
γιδοπρόβατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. Το
μέρος αυτό ήτανε άγριο κ’ έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που
ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο
(=ξερολιθιά).
Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και
πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία –
τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις
χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ
κ’ εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και
καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και
σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.
Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος,
γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με
γένεια μαύρα, κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια
κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα
ποδάρια του. Το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ’ ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι,
κ’ οι μαρχαμάδες (= τα κρόσια) κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!
Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι
χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ’ άρμεγμα και κοιτάζανε το
μαντρί να ’ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από
τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.
Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την
καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους,
σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει
παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια,
μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ’ ήτανε λημέρι των ληστών. Απ’ έξω φυλάγανε
οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.
Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε
έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου,
μέρα – νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι.
Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο
ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.
Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να
πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια
μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα
γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα
τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ’ επειδή
γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ’ ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι
όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα
φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.
Θα ’τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε
πως θα ’τανε τίποτα κυνηγοί. Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον
γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα,
κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και
πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.
Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια,
και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους.
Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που ’χανε οι
κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του και τα σκάγια
τον πονέσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ’ άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε
πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους
άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ’ άλλα σκυλιά.
«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα
φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά. Ο άλλος που ήτανε μαζί του ήτανε ο
γυιός του, ο Δημητρός. «Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ’ η συντροφιά
του. «Καλώς ορίσατε!».
Τους πήγανε στη σπηλιά. «Μωρέ, τ’ είν’ εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!»
είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.
Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι.
Κεραστήκανε.
«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το ’λεγε, χρονιάρα μέρα, πως
θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην
Άγια-Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος,
κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας
πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι
με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ’ επειδή ξέραμε απ’ άλλη φορά
το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να ’ρθουμε στ’
αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι!
Μπρε, μπρε, μπρε! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το ’κανε!».
Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ’ έτρεμε
σαν θερμιασμένο. «Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!».
Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά.
Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του
και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».
Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να
δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ’ έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο
τάντανο!
Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους
μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο
καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ’ το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους
βάλανε και καθήσανε.
Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο
Μπαρμπάκος κ’ έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο
Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ’
είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει.
Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.
Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια,
ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε
λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη.
Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.
Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον
πάτερ-Σιλβέστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ’ Άγιον Όρος για ελέη, κ’ ήθελε
να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί
του από τη Μονή του Παντοκράτορος στο Όρος, κ’ ήτανε από τη Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας
μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον
στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ’ έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε
κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να ’μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην
πατρίδα.
Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ’ απάγκειο, πίσω από
έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ’ επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον
Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για
το αγίλι (=μαντρί). Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ’-Απόστολο με τον
μούτσο.
Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον
κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.
«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω
που λέγαμε “εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…”,
φτάξατε κ’ εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω
λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, “σμύρναν, χρυσόν και
λίβανον”! Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και
ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.
Στο μεταξύ ο πάτερ-Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ’ είπε
σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του: «Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών
Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ’ έκανε τον σταυρό του.
Ο πάτερ-Σιλβέστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ’ είπε λίγες ευχές, το
«Χριστός γεννάται», κ’ ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή
μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ορώ
και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην
χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».
Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν
έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε
απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ’ αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις
μπεκάτσες και τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ’ άλλα τα
πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.
Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς και βογγούσανε τα δέντρα κ’ η θάλασσα από
μακριά. Ανάμεσα στα βουίσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που
αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με
τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου
λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ’ ύστερα ξυπνούσε κ’ έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το
σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με
τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».
Τα Συχαρήκια
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τρεις
χαραίς είχε την ημέραν εκείνην η κυρά-Γαλάτσαινα του Κασσανδριανού, χήρα του
μακαρίτου ομωνύμου πλοιάρχου, αποθανόντος προ τινων ετών πτωχού μετά πολλάς
επιχειρήσεις. Η πρώτη ήτο ότι είχε αρραβωνίσει προ ολίγων ημερών την κόρην της,
την Μυρσούδα, με καλόν γαμβρόν, τον Βασίλην τον Μπόνον. Η δευτέρα ήτο ότι
σήμερον πρωτοχρονιάν εώρταζε την εορτήν του ονόματός του ο ίδιος ο γαμβρός της.
Η τρίτη ήτο ότι έμελλον να τελεσθώσι την εσπέραν της αυτής ημέρας τα «μβατίκια»
του γαμβρού εις την οικίαν της.
Η
ιδέα της κυρά-Γαλάτσαινας ήτο να είχον τελεσθή τα μβατίκια αφ' εσπέρας, την
νύκτα του παλαιού χρόνου προς την ανατολήν του νέου, όπως θα ήτο πρέπον. Αλλά
τα συμπεθερικά επέμειναν ν' αναβληθώσι τα μβατίκια διά την νύκτα της εορτής
προς την 2 Ιανουαρίου. Οι λογαριασμοί, βλέπετε, των συγγενών του γαμβρού δεν
συμφωνούν καθ' όλα τα μέρη πάντοτε με τους λογαριασμούς της μητρός της νύμφης.
Ο λογαριασμός της κυρά-Γαλάτσαινας έλεγεν ότι, αν ετελούντο τα μβατίκια αφ'
εσπέρας της παραμονής, μεθ' ό ο γαμβρός θα ήτο, κατά το έθος, ελεύθερος να
επισκέπτηται δις και τρις της ημέρας την αρραβωνιαστικήν του εις την οικίαν της
(ειμπορούσε, μάλιστα, αν ήτο αδιάκριτος, και να το στρώση «κόττα πήττα» εις το
σπίτι της νύμφης), η μήτηρ της νύμφης θα εγλύτωνεν από κάμποσα γλυκύσματα και
δώρα, τα οποία ήτον υπόχρεως να κουβαλήση εις τας οικίας των συμπεθερικών. Εν
πρώτοις, αυτή η εορτή του ονόματος του γαμβρού θα ήγετο εις την οικίαν της
νύμφης. Δεν θα ήτο τότε η κυρά-Γαλάτσαινα υποχρεωμένη να κουβαλήση ολόκληρον μέγα
σινίον μπακλαβά εις την οικίαν της συμπεθέρας της, αλλά μεγάλα ταψία από
ζαχαροχαμαλιά και άλλα τραγήματα εις τας οικίας των αδελφών και των θείων του
γαμβρού, και συγχρόνως να κερνά αυτή όλην την ημέραν εις την οικίαν της, διά
την εορτήν του ονόματος, και πάλιν την εσπέραν να έχη άλλα μεγάλα βάσανα,
δοκιμαστήρια και ακροσφαλή, εις την οικίαν της, όπου θα ετελούντο τα μβατίκια.
Αλλ' ο λογαριασμός των συμπεθερικών έλεγεν ότι δεν ήτο πρέπον να φύγη από την μητέρα του ο γαμβρός, να εορτάση την ημέραν της εορτής του, πριν στεφανωθή ακόμη, εις την οικίαν της νύμφης. Του χρόνου, ότε θα εστεφανώνετο, ας εορτάση εις την οικίαν της νύμφης, την οποίαν θα έπαιρνεν αύτη προίκα, με γεια της και με χαρά της. Αλλ' εφέτος διά τελευταίαν φοράν, ας μείνη ακόμη πλησίον της μητρός του. Θα ήτο σκάνδαλον να έφευγε. Τα χαμαλιά «τα κρυφά» τα είχαν φάγει ήδη οι συμπέθεροι όλοι — όσον τους επέτρεψε να φάγουν ο ίδιος ο γαμβρός. Διότι αυτός ο γαμβρός, ο Βασίλης ο Μπόνος, άμα είδε το ωραίον γανωμένον και στίλβον σινίον γεμάτον από ευώδη και προκλητικά, λευκά και ροδοκοκκινισμένα χαμαλιά, έβγαλεν από την ζώνην τον λάζον του, μικράν μάχαιραν την οποίαν έφερε πάντοτε εις την μέσην, και καρφώσας διά μιας τέσσαρα ή πέντε χαμαλιά, ήρχισε να τα καταβροχθίζη, κόπτων αυτά με τους προσθίους οδόντας, αλωνίζων με την γλώσσαν, και παραπέμπων αμέσως εις τον ουρανίσκον, χωρίς να τα μασσά με τους τραπεζίτας του. Αι αδελφαί του και οι γαμβροί του τον επέπληξαν δι' αυτό, αλλ' αυτός δεν ενόει τας παρατηρήσεις των. Αυτός δεν ήτο ο γαμβρός; Δική του δεν ήτο η νύμφη; Δικά του και τα προικιά. Δικά του και τα χαμαλιά, και όλοι οι μπακλαβάδες και όλα. Τα χαμαλιά μάλιστα τοιαύτην είχον συμβολικήν έννοιαν. Διατί τα έλεγαν χαμαλιά; Εσήμαιναν τα άλλα χαϊμαλιά, τα περίαπτα. Ήσαν φυλαχτικά, τα οποία του έστελνεν η πενθερά του, διά να μην τον ιδή κακό μάτι, μην τύχη και τον αβασκάνη κανείς. Αλλά τα κρυφά χαμαλιά δεν θα ήρκουν, και αν επέτρεπεν ο γαμβρός, να τα φάγουν όλα οι συγγενείς. Τώρα, με τα μβατίκια, ήτο καιρός διά τα άλλα δώρα τα επίσημα. Και τα συμπεθερικά δεν θα εταιριάζοντο ποτέ εάν η συμπεθέρα ήθελε να τους το «πάη καπότο», οικονομούσα με τρόπον να εγίνοντο τα μβατίκια αφ' εσπέρας διά να δικαιολογηθή ότι δεν θα εκουβαλούσε νέα πράγματα εις τας πέντε ή έξ οικίας των στενωτέρων συγενών του γαμβρού της, του Βασίλη. Άλλως, τα φανερά, τα επίσημα, επήγαιναν μαζί με τα μβατίκια, τα οποία ήσαν, αυτό τούτο, φανέρωσις και επισημοποίησις του αρραβώνος, και τα κρυφά ουδέν άλλο ήσαν, ειμή αναγκαίον εφόδιον και συμπλήρωμα της τελετής του αρραβώνος, της νυκτός εκείνης, καθ' ήν είχε κατορθωθή τέλος, μετά πολλά βάσανα, «να δέσουν πανδρειαίς».
Ω! αυταίς η πανδρειαίς! Πόσα φαρμάκια την είχαν
ποτίσει την κυρά- Γαλάτσαινα, και πώς της είχαν «ψήσει το ψάρι στα χείλη».
Κατόπιν από την πρώτην προξενειάν, μετά πολλά λόγια και «μαναφούκια» και
σκάνδαλα, ύστερον από πολλά ψι-ψι και πολλαίς αβανιαίς και κατηγορίαις, αφού
ραδιούργα γύναια έβαζαν στα λόγια τον γαμβρόν και της συμπεθέραις και έψαλλαν
πολλά ανάποδα εγκώμια εναντίον της πενθεράς και της νύμφης, κατωρθώθη τέλος να
ορισθή η εσπέρα του Σαββάτου, της δευτέρας ημέρας των Χριστουγέννων, διά να
«δέσουν πανδρειαίς». Η κυρά-Γαλάτσαινα εφύλαττεν άκραν μυστικότητα, αλλ' όλα η
γειτονιά τα είξευρε, σχεδόν σίγουρα. Εις τους μαχαλάδες, καταλάβατε, εις τους
μικρούς τόπους, η μία γειτόνισσα είνε κατάσκοπος της άλλης γειτόνισσας. Οι
τοίχοι ακροώνται, τα παράθυρα βλέπουν, αι θύραι μυρίζονται, οι «πετεινοί» των
καπνοδόχων σείουν τας λοφιάς με τοιούτον τρόπον ως να κατανεύουν τάχα ότι
ενόησαν.
Την εσπέραν του Σαββάτου, άναψεν η
κυρά-Γαλάτσαινα το μεγάλον οκτάγωνον φανάρι, φανάρι καραβίσιο, το οποίον
ευρίσκετο από τον καιρόν που είχε καράβι ο μακαρίτης ο άνδρας της. Είχον
συνέλθει εις την οικίαν της ο αδελφός της ο γέρο- Λάζος, και η κυρά Λάζαινα η
νύμφη της, και η Μπόζαινα η αδελφή της, και ο Μπόζας ο γαμβρός της. Οι
τέσσαρες, και αυτή, όλοι πέντε έκαμαν τρεις σταυρούς, κ' εξεκίνησαν εις το
σκότος της νυκτός.
Εάν δεν ήσαν πέντε θα ήσαν τρεις ή επτά ή εννέα.
Μονός αριθμός πρέπει να είνε οι συγγενείς της νύμφης, οίοι θα υπάγουν ν'
ανταλλάξουν αρραβώνα εις την οικίαν του γαμβρού, όχι ποτέ ζυγός αριθμός. Αγνοώ
τον λόγον, και πολλοί τον αγνοούσι, κατά τον στίχον του αειμνήστου
Παπαρρηγοπούλου.
Έκαμνε ψύχος και ήτο ελαφρά χιονιά. Επροπορεύετο
ο Μπόζας κρατών το φανάρι, δευτέρα ήρχετο η κυρά-Γαλάτσαινα φέρουσα τον δίσκον
με τα γλυκά, πέντε κούπαις το όλον, από κυδώνιον και μύγδαλα και μαστίχαν.
Τρίτος ήρχετο ο γέρο-Λάζος, κατόπιν η Λαζίτσα η σύζυγος του, και τελευταία η
Μπόζαινα.
Ήτο δεκάτη ώρα, και ήτο ελπίς ότι είχον αποκοιμηθή
όλοι οι γείτονες. Αλλά μόλις κατέβησαν εις το σοκάκι, και πάραυτα ηκούσθη
ελαφρός τριγμός παραθύρου υπανοιγομένου. Η γειτόνισσα η Μαριώ η Μπαλωματού
υπώπτευε δι' όλης της ημέρας ότι έμελλε την εσπέραν εκείνην να γείνη ο αρραβών
της Μυρσούδας της κυρά- Γαλάτσαινας. Αι υποψίαι της εκρατύνθησαν πολύ όταν,
αφού ενύκτωσεν, ήκουσε και ησθάνθη τον γέρο-Λάζον με την συμβίαν του, και τον
Μπόζαν με την φαμελιάν του, ανερχομένους εις την οικίαν της χήρας του
Κασσανδριανού. Επιθυμούσα να βεβαιωθή, δεν επλάγιασε, μόνον έμεινεν έως τας
δέκα παραμονεύουσα, εωσού είδε τα πέντε άτομα με το φανάρι εξερχόμενα εις
νυκτερινήν εκδρομήν. Τότε δεν της έμεινε πλέον αμφιβολία, και την επιούσαν, ενώ
ο γαμβρός θα ετρακάβνιζε, καρφώνων με την μακράν μάχαιράν του, τα κρυφά τα χαμαλιά,
αυτή θα διηγείτο το πράγμα εις όλην την γειτονιάν.
Το σπίτι της Μπόναινας ήτο αρκετά μακράν κατά
τας διαστάσεις του χωρίου και κατά το μέτρον με το οποίον εμετρούσαν τας
αποστάσεις οι νησιώται, απείχε δηλαδή περί τα διακόσια βήματα. Αφού παρήλθον πολλάς
οικίας σκοτεινάς και ησύχους, κατά το φαινόμενον, αλλά των οποίων τα παράθυρα
έτριζαν άμα τη προσεγγίσει των, καθώς είχε τρίξει και το παράθυρον της Μαριώς
της Μπαλωματούς, οι πέντε αντιπρόσωποι της μνηστής έφθασαν εις έν στενόν και
δυσώδες σοκάκι, και άμα εισήλθον εκεί, είδαν μέγαν λύχνον να φέγγη από μέσα,
από το γυαλί ενός παραθύρου έχοντος ανοικτά τα παραθυρόφυλλα.
Ανέβησαν εις την οικίαν της Μπόναινας, όπου
ευθύς ήνοιξεν η θύρα, και εισήλθον, πρώτος ο Μπόζας, κρατών το φανάριον, διά να
είνε καλορρίζικον το ανδρόγυνον, να κάμνη όλο γυιούς, δευτέρα η Λαζίτσα, η
νύμφη της Γαλάτσαινας, ήτις είχε λάβει τα γλυκά εις τας χείρας της τώρα, διά να
έχη όλο γλύκαις και χαραίς το ανδρόγυνον. Αύτη, η Λαζίτσα, πολύ νεωτέρα του
ανδρός της, συνέβαινε να έχη αμφοτέρους τους γονείς της ζώντας, και δι' αυτό
επροτιμήθη να κρατήση τα γλυκά, διά να έχη πολύν ζωήν το ανδρόγυνον. Τρίτος
εισήλθεν ο γέρο-Λάζος, διά να γηράση το ανδρόγυνον. Τετάρτη εισήλθε η Μπόζαινα
«ανδρογυνάρικα», διά να δείξη την αρμονίαν των δύο φύλων. Πέμπτη και τελευταία
εισήλθεν η πενθερά, διά να δείξη την υπακοήν και την υποταγήν της νύμφης εις
τον γαμβρόν. Η κυρά Μπόναινα δεν είχε παραλείψει να βάλη «ένα τσεκούρι
ανάποδα», αλλ' εις μέρος κρυφόν, όπου να μη φαίνεται, υποκάτω εις τον καναπέν.
Τούτο εσήμαινεν ότι, αν υπήρχε και καμμία βασκανία, δεν έπρεπε να τολμήση να
βγη εις το φανερόν και να ενεργήση. Μετά το «καλώς ήρθατε» και το «καλώς σας
ηύραμε», η κυρά Λάζαινα απέθεσε τον δίσκον με τα γλυκά επί της ετοίμης
τραπέζης, και όλοι εκάθησαν με το «καλώς ανταμωθήκαμε». Μετ' ολίγα λεπτά της
ώρας όλοι εσηκώθησαν όρθιοι, και ο γαμβρός, υψηλός ξανθός νέος, φορών τα
κυριακάτικα, αφού έκαμε τρεις σταυρούς ενώπιον του εικονοστασίου της οικίας,
προσελθών εις την Γαλάτσαιναν, έβαλε μετάνοιαν και της ησπάσθη την χείρα,
εγχειρίζων άμα αυτή μέγα μεταξωτόν μανδήλιον χρωματιστόν, εις μίαν γωνίαν του
οποίου ήσαν κομποδεμένα γυναικείον δακτυλίδιον και ένδεκα χρυσά φλωρία.
Συγχρόνως η Γαλάτσαινα τον ησπάσθη εις την παρειάν, και του εφόρεσεν εις τον
δάκτυλον της αριστεράς δακτυλίδιον, το οποίον είχε φέρει μαζί της. Ακολούθως, ο
Βασίλης ο Μπόνος επλησίασεν ένα έκαστον των άλλων τεσσάρων συγγενών της
μνηστής, και ασπαζόμενος την δεξιάν των, τους εφίλευσεν ανά έν φλωρίον τρύπιον,
με κόκκινην ταινίαν δεμένον, ή ανά μίαν λίραν γαλλικήν ή τουρκικήν. Τον καιρόν
εκείνον υπήρχον ακόμη εις χείρας του πτωχού λαού φλωρία και λίραι·
Έλαβον όλοι γλυκόν και έπιον μαστίχαν ή
ροσόλιον, ευχηθέντες τα «καλορρίζικα» και τα «τίμια στέφανα». Είτα εστρώθησαν
εις το δείπνον, και οι άνδρες έφαγαν καλά, αι δε γυναίκες εγεύθησαν με άκρα
χείλη. Και είτα ετέθησαν εις ενέργειαν δύο μεγάλαι φιάλαι οίνου. Και ο
μπάρμπα-Λάζος και ο Μπόζας έπιναν γερά, κ' επλήθυναν τας ευχάς και τα
συγχαρητήρια, κ' ετραγουδούσαν:
Σαυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραΐση. κι' ο
νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήση.
Εις τούτο εκ μέρους του γαμβρού απήντησαν διά
του άλλου:
Χίλια καλώς-ωρίσατε, φίλοι μ' αγαπημένοι, κι'
από καιρού χαιρούμενοι και καλοκαρδισμένοι.
Ακμαία ήτον η ευθυμία, και υπήρχεν εκατέρωθεν
καλή διάθεσις· μόνον έν κακόν σημείον εφάνη, το οποίον έκαμεν όλους να
μελαγχολήσουν. Ο γέρο-Λάζος, όταν έπινε, συνήθιζε να ομιλή με πολλάς
χειρονομίας. Ένεκα του ελαττώματος τούτου ανέτρεψεν απροσέκτως τον μέγαν
λύχνον, επί της τραπέζης του δείπνου. Ο λύχνος έσβεσεν, η δε συντροφιά θα
έμενεν εις τα σκοτεινά, αν δεν υπήρχε το κανδήλιον το καίον ενώπιον των αγίων
εικόνων, ως και δύο κηρία αναμμένα επί της εστίας.
Διά να μετριάση την κακήν εντύπωσιν, ο
γέρο-Λάζος υπεσχέθη να βαπτίση αυτός το πρώτον παιδίον, το οποίον θα εγεννάτο
εκ του συνοικεσίου, και αν είνε και γυιος. Αφού είχε χύσει το λάδι, είπεν αυτός
το έβλεπε καλόν σημείον, διότι λάδι θα έχυνε και εις την βάπτισιν του παιδίου.
Την ιδίαν στιγμήν εκρούσθη η θύρα της οικίας. Ο
μικρός υιός της Γαλάτσαινας, παιδίον εννέα ετών, ο Χρήστος, είχε γελασθή με
χίλια ψέμματα την εσπέραν υπό της μητρός του, ότι ο αρραβών θ' ανεβάλλετο διά
το άλλο Σάββατον. Είχεν αποκοιμηθή, αφού έφαγε πολλά γλυκά και έλαβεν υπόσχεσιν
ότι θα φάγη περισσότερα την επαύριον. Είχε την απαίτησιν· να ήτο και αυτός είς
εκ των ανδρών, όσοι θα επήγαιναν να «δέσουν της πανδριαίς» εις του γαμβρού το
σπίτι. Η μήτηρ του, του το υπεσχέθη κατ' αρχάς, ελπίζουσα ότι θα ήταν επτά
τουλάχιστον οι συγγενείς, όσοι θα πήγαιναν διά την υπόθεσιν. Αλλ' αφού οι
συγγενείς του γαμβρού, οίτινες εκανόνιζον τα τοιαύτα, παρήγγειλαν ότι ο αριθμός
ωρίσθη εις πέντε, η Γαλάτσαινα, μη δυναμένη ν' αφήση απ' έξω άλλους
ηλικιωμένους συγγενείς, ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποκλείση τον ανήλικον υιόν
της.
Ο
μικρός απεκοιμήθη αναμασσών τα τόσα γλυκά και τας υποσχέσεις, ενωρίς, πριν
έλθωσιν ακόμη εις την οικίαν τα δύο συγγενικά ανδρόγυνα. Αλλά περί το
μεσονύκτιον, αφού εχόρτασε τον ύπνον, εξύπνησε και βλέπει την αδελφήν του,
ημιπλαγιασμένην παρά την εστίαν, βλέπουσαν ρεμβωδώς το φθίνον πυρ και μελετώσαν
την ιδέαν του γάμου. Η Μυρσούδα δεν είχεν ύπνον, και οι λογισμοί της και τα
ξυπνητά όνειρά της, τα οποία επλησίαζαν να γείνουν πράγματα, επετούσαν προς την
οικίαν εκείνην του αρραβωνιαστικού της, όπου ευρίσκοντο τώρα η μήτηρ της και οι
θείοι και αι θείαι της. Διότι είνε κάτι τι παράξενον, βλέπεις, να πανδρευθή
άνθρωπος. Πρέπει να καμαρώνης και να δαγκώνης τα χείλη σου, να μη γελάς. Από το
σπίτι έξω δεν βγαίνεις, αλλά μόλις θα προβάλης εις το παράθυρον διά να ποτίσης
την γάστραν με τα λελούδια, μόλις θα φανής εις τον εξώστην διά να γεμίσης το
κανάτι νερόν από την στάμναν, ευθύς ο κόσμος, δηλαδή η γειτόνισσαις, σου
φωνάζουν: «Με τς' γειαις, Μυρσούδα!» Τότε τι να πης; Να κάμης τον κωφόν; Θα σου
το φωνάξουν δυνατώτερα. Να πης «φχαριστώ;» θ' ανοίξης το στόμα σου, και σαν το
ανοίξης θα γελάσης χωρίς να θέλης. Όσο και να καμαρώνης, θα χαμογελάσης, δεν
μπορείς. Είνε κάτι τι παράξενον, βλέπεις, να πανδρευθή άνθρωπος. Είδε λοιπόν ο
μικρός την Μυρσούδαν να ρεμβάζη, και την θέσιν την μητρός του την βλέπει κενήν.
Τινάζει τότε το πάπλωμα, πετιέται απάνω, και βάζει της φωναίς. Πού είνε η
μάννα; επήγαν να δέσουν της πανδρειαίς, κι' αυτόν τον εγέλασαν μες τα μάτια; Η
αδελφή του δεν ειξεύρει πώς να ειπή ψεύματα με πιθανότητα. «Γουρούνα,
βρωμούσα!» Την πιάνει από τα μαλλιά. Της τα τραβά δυνατά. Την θανατώνει από τον
πόνον. Κλαίει εκείνη και δοκιμάζει να κρατήση τα χέρια του. Επί τέλους
επικαλείπαι έν ψεύμα εις βοήθειάν της. — Η μητέρα επήγε στην εκκλησία. Θα γείνη
πάλιν σήμερα, την Κυριακή, νύκτα βαθειά η λειτουργία, καθώς προχθές τα
Χριστούγεννα. Είνε τώρα τρεις απ' τα μεσάνυκτα. Δεν τον εξύπνησε διά να μη τον
κρυώση. Αλλά τώρα-τώρα θα φέξη, και θα πάγη κι' αυτός στην εκκλησία. Ο μικρός
εκόντευσε να πιστεύση. Αλλά, κατά συγκυρίαν, βλέπει εκεί, υποκάτω απ' τα εικονίσματα
επί μικρού τραπεζίου, την προσφοράν, που είχεν η μητέρα του από προχθές
φυλαγμένην, διά να την προσφέρη σήμερον εις την εκκλησίαν. Η προσφορά ήτο εκεί
τυλιγμένη εις λευκόν προσόψιον. Αν η μητέρα επήγαινε στην εκκλησίαν, θα έπαιρνε
την προσφοράν μαζί της. — Την εξέχασ' η μητέρα την προσφορά, εδοκίμασε να
ισχυρισθή η Μυρσούδα.
— Ψέμματα λες. Γουρούνα, γουρούνα!
Κ' έκαμε πάλιν να την αρπάξη από τα μαλλιά.
Η Μυρσούδα έδεσε σφιγκτά το λευκόν τουλουπάνι
της, και το κατεβίβασεν έως τα οφρύδια, διά να προφυλάξη τα ωραία καστανά
μαλλιά της. — Η προσφορά, επανέλαβεν η Μυρσούδα, συγκεντρούσα όλην την
γυναικείαν λογικήν εις τον νουν της, η προσφορά έγεινε διά την ημέραν που θα
δέσουν της πανδρειαίς. Αφού απομείναμε αυτό το Σάββατο, τώρα την προσφορά θα την
φάμε μεις, κ' η μητέρα θα ζυμώση άλλη το άλλο Σάββατο, για την πάη στην
εκκλησία, για την ημέραν που θα δέσουν της πανδρειαίς.
— Ψέμματα, δε με γελάς! γουρούνα!
Είχεν εξασθενήσει η γνώμη του πολύ και ίσως θα
επείθετο. Αλλά τότε ενθυμήθη ότι αφ' εσπέρας υπήρχεν επάνω εις το ίδιον τραπέζι
μέγας δίσκος, και ο δίσκος αυτός έλειπε τώρα απ' εκεί. Εκ τούτου οδηγούμενος,
εκύτταξεν επάνω εις το ράφι, και είδεν ότι έλειπαν απ' εκεί αι πέντε ή εξ
κούπαις του γλυκού, όπου υπήρχαν το βράδυ. Τότε ο μικρός έβαλεν αγρίαν κραυγήν,
και ήρπασε τα δύο κλώνια ή τα άκρα του κεφαλοδέσμου της αδελφής του, προσπαθών
να την ξεμανδηλώση. — Ψεύτρα! γουρούνα! πήγαν να δέσουν της πανδρειαίς.
Ο μικρός εφόρεσε το ένδυμά του, κ' εζήτησε να
φύγη. Ήθελε να υπάγη και αυτός εις την οικίαν του γαμβρού. Εν τη παραφορά του
δεν εφοβείτο πλέον ούτε τους καλικαντζάρους, ούτε τα φαντάσματα. Η αδελφή του
κλαίει, φοβείται να μείνη μοναχή της. Ο μικρός δεν την ακούει, ανοίγει την
θύραν, εξέρχεται. Εκείνη τρέχει κατόπιν του. Εκείνος γυρίζει.
— Άναψέ μου το φανάρι, τώρα ευθύς, γιατί.
. .
Και την εφοβέριζε με τον γρόνθον.
—Το φανάρι το επήρε η μητέρα. Κάτσε, παιδάκι μ',
πού θα πας; Τώρα, όπου είνε θαρθούνε πίσω. Του έλεγε πολλά, αλλ' εκείνος
επέμενεν. Ίσως επί τέλους ο φόβος των καλικαντζάρων, θα τον έκαμνε να γυρίση
πίσω, αφού έκαμνε ολίγα βήματα εις τον δρόμον, αλλά την στιγμήν εκείνην ηκούσθη
φωνή, κάτω από τον εξώστην.
— Τι έχετε, θα πω; έλεγεν η φωνή.
— Θεια-Χρυσή, δεν ακούς; είπεν η Μυρσούδα.
Θέλει να πάη στης πανδρειαίς.
Η θεια Χρυσή ήτο πτωχή και έρημη χήρα,
κατοικούσα εις μικρόν θάλαμον, εις το εισόγειον της οικίας. Είξευρε τα περί του
αρραβώνος, και ηγάπα την κόρην και την μητέρα της. Ήτο δε μακρυνή συγγενής του
γαμβρού.
— Για να σου πω, παιδί μου Μυρσούδα, είπεν
ήρθε κανένας απ' το σπίτι του γαμβρού να σου πάρη να σ' χαρήκια;
— Όχι.
— Πώς ξέχασαν οι μουρλοί! Για να σου πω,
έχω εγώ ένα μικρό φαναράκι, τώρα το ανάφτω, και να πάμε μαζί με το Χρήστο, και
να 'ρθώ πίσω να σ' πάρω τα σ' χαρήκια. Κλειδώσου μες το σπίτι και μη φοβάσαι.
Έκρουσαν την θύραν της οικίας της Μπόναινας. Ο
Χρήστος έγεινε δεκτός, διότι αφού εδόθησαν πλέον οι αρραβώνες, ήτο πλέον
αδιάφορον αν ήρχοντο και άλλοι περιττοί ή άρτιοι.
Εφίλησαν την θεια-Χρυσή, ήτις τους συνεχάρη πρώτη,
και επανελθούσα μόλις μετ' ολίγα λεπτά, επήρε τα συχαρήκια της Μυρσούδας, ήτις
την «ασήμωσεν», ήτοι της έδωκεν αργυρούν νόμισμα.
Η ημέρα του Αγίου Βασιλείου εορτάσθη καλώς εις
τας οικίας της μιας και της άλλης συμπεθέρας. Η Μυρσούδα δεν επρόφθανε να φτιάνη
φουσκάκια (ή λοκμάδες) από πρωίας μέχρι μεσημβρίας. Η κυρά-Γαλάτσαινα δεν
επρόφθανε να φιλεύη όλον τον κόσμον φουσκάκια, χαμαλιά, στραγάλια, γλυκό και
μεγάλαις σταφίδες από ραζακί σταφύλι. Μερικοί από τους επισκέπτας ήρχοντο δις
και τρις, λέγοντες ότι η πρώτη φορά ήτο διά τον αρραβώνα, η δευτέρα διά την
εορτήν του γαμβρού και η τρίτη διά τα «μβατίκια».
Τα «μβατίκια» διεξήχθησαν λαμπρώς. Έρρανον τον
γαμβρόν με κοφέτα και με ορύζιον, μέγα συμπόσιον παρετέθη, και ο γέρο- Λάζος,
όστις επρόσεχε πλέον εις τας χειρονομίας του, έκαμε τόσον κέφι, ώστε μεταξύ δύο
τραγουδιών εκάστοτε δεν έπαυε να φωνάζη·
— Ας φέξη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.